Πιστοί στο ραντεβού μας ας διαβάσουμε τι μας λέει η Νοέλ Μπάξερ για κάποιες από τις "παρενέργειες" της ανεργίας, Μιά μερίδα ανεργία λοιπόν και καλή όρεξη...
Μια μερίδα ανεργία
Η ανεργία κουβαλιέται πιο εύκολα όταν το βάρος της μοιράζεται. Ο εργένης άνεργος θα ανακαλύψει αυτή τη θεμελιώδη αλήθεια, σύντομα. Όταν ...
... όταν θα διαβεί την ισιάδα του πρώτου καλού δίμηνου-χιλιόμετρου, περάσει την εύφορη ραχούλα, γεμίσει το παγούρι του στη γάργαρη πηγούλα, στρίψει την απότομη στροφή και ξεμυτίσει, απροετοίμαστος, στη ζοφερή χώρα της Ανησυχίας. Θα τον προϋπαντήσει ένα χοντρό τούνελ, το φυσικό σύνορο της Ανησυχίας.
Απροετοίμαστος, θα μπει στο τούνελ σφυρίζοντας. Για να ανακαλύψει σύντομα, από τα πρώτα κιόλας βήματα, πως δεν βλέπει φως! Εκεί καραδοκούν σαν ληστές και θα τον πλευρίσουν οι Ανησυχίες που θα του καρφώσουν στο μυαλό ότι το τούνελ είναι τυφλό. Θα παίζουν μαζί του μαδώντας τη μαργαρίτα της Αισιοδοξίας του. «Έχει έξοδο το τούνελ – δεν έχει έξοδο το τούνελ». Ανυπεράσπιστος πλέον, αντί του απροετοίμαστος, έφτασε στο σημείο που θα κουτουλήσει στο θεμέλιο της παραπάνω θεμελιώδους αλήθειας.
(Η διήγηση αυτή θα εκπλαγείτε πόσο είναι ρεαλιστική.)
Καθισμένος στο κουτουλημένο θεμέλιο, τρίβοντας με απορία και οδύνη το κατακούτελο καρούμπαλό του, ο άνεργος εργένης θα κατακλυστεί από ένα σμήνος παυσίπονων εικόνων και πυγολαμπίδες θετικής σκέψης που θα γυρέψουν να τον ανακουφίσουν με την ευδαιμονία τους: Τσαφ, θα δει δίπλα του, μια / έναν συνοδοιπόρο που δεν θα κρατάει τον χάρτη ανάποδα και θα παίζει στα δάχτυλα την πυξίδα. Ο /Η συνοδοιπόρος αυτή, σαν τον έφιππο Κολοκοτρώνη, θα του δείχνει με το δάχτυλο αποφασιστικά την κατεύθυνση προς τον μυστικό αεραγωγό του τούνελ. Στην συνέχεια θα τον πάρει αγκαζέ και θα τον συνοδεύσει, ασφαλή, τραγουδώντας ανέμελα προσκοπικούς σκοπούς περιπάτου.
Η ανεργία κουβαλιέται πιο εύκολα όταν το βάρος της μοιράζεται.
Η συνειδητοποίηση της έλλειψης συντροφικού στηρίγματος «με πλάτες» έρχεται μαλακά και πουπουλένια, ως αυτονόητο φυσικό επακόλουθο, τη μέρα που ο / η άνεργος εργένης αισθανθεί, και δια του πόνου παραδεχθεί, ότι με ένα «γεροδεμένο» σύντροφο θα ήτανε καλύτερα. Για συναισθηματική στήριξη, για οικονομική υποστήριξη και για να παίζει τάβλι. Η αθώα αυτή νέα επίγνωση είναι ικανή με ισχύ πυρηνικής βόμβας να μεταλλάξει τον πυρήνα, το κέντρο στον «εγω-κόσμο» του δηλωμένου /-ης εργένη.
Μην ξαφνιαστείτε, λοιπόν, αν μετά την περιπέτεια της ανεργίας του, ο φανατικός εργένης ή εργένισσα κάνει στροφή στη μοναχική προσωπική καριέρα του και μεταλλαχτεί σε φονταμελιστή του ιερού θεσμού της οικογένειας.
Μέχρι τότε, μέχρι να λήξει η περιπέτεια αυτής της ανεργίας ή για όσο διαρκεί ως εργένικη ανεργία, καλείται αναγκαστικά να δώσει τη μάχη ως μονομάχος. Με ενθουσιώδεις υποστηρικτές, από την κερκίδα ή με το ένα πόδι στην αρένα, τους οικείους του και την επίλεκτη λεγεώνα των συντρόφων-φίλων του.
Σκέψη στο περιθώριο
Καλού-κακού ας κρατήσει θέση, ο μονομάχος, στη φωτογραφία του γάμου του!
Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία
Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011
Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011
ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ- ΜΠΡΑΟΥΝ ( Μέρος Β΄)
H "ντάτσα" του Παστερνάκ στο Περεντελνικο.
Συνεχίζω σήμερα με το κείμενο της συνέντευξης του Παστερνάκ στον ΄Αντονυ Μπράουν, όπως δημοσιεύθηκε στην "Καθημερινή", ακριβώς 52 χρόνια πριν, στις 14 Φεβρπουαρίου του 1959. Διατήρησα την ορθογραφία και τη γλώσσα του πρωτοτύπου, εκτός του τονισμού, διότι δεν έχω αυτή τη δυνατότητα στον υπολογιστή μου.
" ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΥΤΟ ΜΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗ ΜΟΙΡΑ.
Το ηλεκτρικό τραίνο, ύστερα από έξη στάσεις, με έφερεν εις το Περεντέλνικο, το χωριό των Σοβιετικών συγγραφέων. Κατέβηκα από το τραίνο μου την στιγμήν όπου ένα φορτηγό τραίνο επερνούσεν από εμπρός μας μεταφέρον τρακτέρ εις τα παρθένα εδάφη. Επέρασα ανάμεσα από τα δένδρα που έμοιαζαν με κρουσταλιασμένες σουρβιές, από αυτές που περιγράφει ο « Δόκτωρ Ζιβάγκο». Πίσω από τα δάση μούγγριζαν αεριωθούμενα αεροπλάνα εις ένα αεροδρόμιον.
Τα έχασα όταν είδα μια καμπουριασμένη χωρική, με ατσάλινα δόντια να διασχίζη το δάσος, σέρνοντας ένα έλκηθρο φορτωμένο με καυσόξυλα. ΄Ηταν η Ρωσία του Παστερνάκ..
Η χωρική εγνώριζε τον δημιουργόν του «Δόκτορος Ζιβάγκο» και προσέφερθη να με οδηγήσει εις το σπίτι του. Αλλά προηγουμένως έβαλε το έλκηθρο στην καλύβα της, ένα δωμάτιο όλο-όλο με την αγία εικόνα της, το κρεββάτι της και στον τοίχο φωτογραφίες της οικογενείας.
Ύστερα με επέρασε μέσα από το δάσος φλυαρώντας όλο το διάστημα και ακουμπώντας στο μπράτσο μου.
Διεσχίσαμε ένα νεκροταφείον. Eπροσπεράσαμε την ορθόδοξον εκκλησίαν του Περεντέλνικο- έτσι ονομάζεται το χωριό των συγγραφέων- με τους επίχρυσους τρούλλους της και τα γαλάζια της κεραμίδια. Εις το νεκροταφείον δεν είδα κανένα τάφον που να μη έχη σταυρόν επάνω του. Μερικοί σταυροί ήσαν από πέτρα και ήσαν παλαιοί. ΄Αλλοι ήσαν μετάλλινοι σωλήνες με δύο ξύλα δεμένα σταυρωτά.
Έτσι εφθάσαμεν εις την ντάτσα" ( έπαυλιν ) του Παστερνάκ.
Εκείνη την στιγμή, ο ποιητής έκαμνε τον περίπατόν του εις το δάσος με συντροφιά τον σκύλο του. Είναι ένας άνθρωπος με αυστηρός συνήθειες: δύο ώρες περίπατος, μιάμιση ώρα μεσημβρινή ανάπαυσις, δύο ώρες γράψιμο με μολύβι σε φτηνό χαρτί.
Το σπίτι του είναι μια διώροφος αγρέπαυλις με ένα πολύ πλατύ παράθυρο, δίχως κουρτίνα. Ολόκληρο το σπίτι είναι βαμμένο με καφέ χρώμα, που έχει κάπως ξεθωριάσει. Εις τους πορφυρούς τοίχους των δωματίων του συγγραφέως, εκρέμοντο σκίτσα- γυναίκες που εθήλαζαν τα μωρά τους, ευτραφείς γυναίκες και μυώδεις άνδρες, γυναίκες της προεπαναστατικής αριστοκρατίας, με ανθοστόλιστα καπέλλα.
Τα σκίτσα ήσαν έργα του πατρός του συγγραφέως, ο οποίος διεκρίθη ως διακοσμητής μυθιστορημάτων του Τολστόι.
Ένα πελώριον πιάνο
Εις το δωμάτιον, όπου εκαθίσαμε, ο Παστερνάκ και εγώ, υπήρχεν ένα μεγάλο πιάνο! Παιδικά ρούχα ήσαν κρεμασμένα εις το σώμα του καλοριφέρ. Ένα λεπτό μάλλινο χαλί εσκέπαζε το πάτωμα, χρώματος καφέ και αυτό.
Η γυναίκα του Παστερνάκ ήταν απησχολημένη στην κουζίνα, όπου ετοίμαζε το «μπόρς». Ο Παστερνάκ ήτο πιο κοντός από ό,τι εφανταζόμουν, ευρύστερνος, με λεπτή γερακίσια μύτη, πλατειά σκούρα μάτια, συμπαθής, εγκάρδιος.
«Έκανα έναν περίπατο με τον σκύλο μου, είπε, και ελπίζω ότι δεν με επεριμένατε πολύ. ΄Εκάνατε τόσον δρόμο και οι γέροι δεν πρέπει ν΄αφίνουν τους νέους να περιμένουν».
Στην αρχή μου μίλησε για τον «Δόκτορα Ζιβάγκο» και για την απήχηση που είχε στο δυτικό κόσμο.
«Φτωχά μου λόγια! Φίλοι μου σε όλον τον κόσμο με πνίξανε με ευχαριστίες και επευφημίες. Το βιβλίο είναι σημαντικό για μένα και μου άλλαξε την ζωή και την μοίρα. Τούτο δεν μου ήταν απροσδόκητο. Το προέβλεπα, είχα το προαίσθημα ότι η ζωή και η μοίρα μου θα άλλαζαν.
« Αλλά αυτό δεν με στενοχωρεί. Το σπίτι μου, η «ντάτσα» μου ανήκει στην ΄Ενωσι Σοβιετικών Συγγραφέων,. Θάθελα να το βάψω άσπρο να φυτέψω κόκκινα και γαλάζια λουλούδια στον κήπο και να κρεμάσω στην πόρτα την επιγραφή « Οίκος Ζιβάγκο».
Αυτή ήτο η απάντησις του Παστερνάκ στην μαζικήν επίθεσιν της Ενώσεως Σοβιετικών Συγγραφέων εναντίον του, όταν ο Ζιβάγκο εδημοσιεύθη εις την Δύσιν.
Ο Παστερνάκ εξηκολούθησε: «Αλλά δεν περίμενα την έκρηξιν που προεκάλεσε το έργο μου».
«Γιατί έγραψα αυτό το βιβλίο; Δεν νομίζω ότι μπορώ να το εξηγήσω καλά ακόμη και στα ρωσικά. Το γράψιμο του ήταν για μένα ένα μικρό κομματάκι της θεωρίας της δημιουργίας.
«΄Εγραφα ποίησιν και μετά τον πόλεμον αναρωτήθηκα τι είχα δημιουργήσει,. Είπα στον εαυτό μου ότι οφείλω να γράψω ένα βιβλίο, όχι ποίημα. Η ποίησις είναι αποφασιστική, ένα σκίρτημα, ένα αίσθημα. Η ποίησις δεν είναι μέγα έργον, μέγας μόχθος. Δεν σπαταλάτε την καρδιά και τις σκέψεις σας γράφοντας ποίησι. Είσαι καλλιτέχνης και το καθήκον σου, είπα στον εαυτό μου, είναι να περιγράψης την πραγματικότητα. Είπα μέσα μου ότι οφείλω να ζωγραφήσω το παρελθόν σε πεζό λόγο, να γράψω ό,τι είδα σαν Ιστορική αλήθεια. Είπα μέσα μου ότι πρέπει να αναμίξω τις λέξεις με μιαν αγάπη για το χώμα, τη φύσι, τον χρόνο, τον λαό, να δώσω μια φιλοσοφία ζωής, αγάπης, ανθρωπισμού και της θρησκείας που είχαμε πριν από όχι πολλά χρόνια.»
Ο Παστερνάκ είναι άνθρωπος θρήσκος; « Υπό ευρείαν έννοιαν είναι θρήσκος. Η θρησκεία κατά την γνώμην μου δεν είναι απάτη, είναι μια μεγάλη λειτουργία, όχι για τον ουρανό, αλλά για την γη και τη ζωή. Έπρεπε να γράψω για τις δυνάμεις που κάνουν τη ζωή ωραία- για την αγάπη, τη νίκη, την επιτυχία, να δείξω τα χρώματα του κόσμου.
«Είμαι χρωματογράφος και το χρώμα με έκαμε να ιδώ όλα τα καλά πράγματα και πιστεύω ότι τα χρώματα που εχρησιμοποίησα στον «Ζιβάγκο» είναι αληθινά.
«Η Καινή Διαθήκη έχει για μένα μεγαλύτερη σπουδαιότητα από την Παλαιάν Διαθήκην». Η Καινή Διαθήκη απευθύνεται στο μέλλον».
Ο Πατερνάκ μίλησε και για το επικό ταξίδι με το τραίνο που έκαμεν ο νεαρός Ζιβάγκο, για την πείρα του από την ρωσικήν Επανάστασιν.
«Τα τραίνα ήσαν ένα κομμάτι της ιστορίας του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνος στην Ρωσία και εξακολουθούν να είναι. Αγαπώ τα τραίνα. Ιδού διατί περιέγραψα στον «Ζιβάγκο» ένα μεγάλο ταξίδι με τραίνο, παρ΄όλον ότι εγώ προσωπικώς ουδέποτε έκανα τόσο μακρό ταξίδι την εποχή της Επαναστάσεως.
«Παρ΄όλον ότι το βιβλίο μου είναι ένα κομμάτι της ζωής μου, του παρελθόντος μου, της πείρας μου, των πεποιθήσεών μου προσωπικώς δεν έλαβα μέρος στις μεγάλες μετακινήσεις της Επαναστάσεως – τις μετακινήσεις ολοκλήρων λαών, από το ένα άκρος της Ρωσίας στο άλλο, με το ρεύμα της Επαναστάσεως. Εγώ εζούσα εις την Μόσχα, αλλά σε μια Μόσχο που υπέφερε από την πείνα και τις επιδημίες»/
Ποια ήταν η Λάρα; Ευρίσκεται στη ζωή;
« Η Λάρα ζη. Είναι μια μεγάλη φίλη μου τα τελευταία δέκα χρόνια. Με εβοήθησε στα δοκίμια του βιβλίου μου, στη ζωή μου, σ΄αυτά τα θλιβερά γεγονότα με τις αρχές. ΄Εμεινε στη φυλακή πέντε ολόκληρα χρόνια και εξακολουθεί να υποφέρη επειδή είναι φίλη μου. Αισθάνομαι ότι είμαι μια ενόχλησις στην κοινωνία.
Φιλοσοφία
«Στα νειάτα μου δεν υπήρξε καμμιά Λάρα. Δεν υπήρχε μια τέτοια γυναίκα που να θυμίζη τόσο την Μαρία τη Μαγδαληνή. Η Λάρα της νεότητός μου είναι η πείρα, η Λάρα των γηρατειών μου είναι ζωγραφισμένη στο πνεύμα μου με το αίμα της και τη φυλάκισί της»
Ο Παστερνάκ φιλοσοφούσε. Καταλαβαίνετε τον χαρακτήρα και την φύσι της κοινωνίας στην οποίαν ζώ. Η κατάστασίς μου είναι δύσκολη. ΄Ισως η Δύσις να υπερέβαλε την σπουδαιότητα του μυθιστορήματος μου. Αλλά τώρα με κατέχει η επιθυμία να γράψω ένα νέο μυθιστόρημα, όχι ένα ανούσιο δοκουμέντο για το Κράτος μας, αλλά ένα λογοτεχνικό έργο για τη ζωή. Αλλά αυτό δεν είναι δυνατό τώρα. Είμαι Ρώσος και ζώ στην Ρωσία και σκέπτομαι ότι το Κράτος θα μου δημιουργήση νέους μπελάδες, αλλά επιθυμώ να γράψω για την αγάπη, για τη ζωή στην Ρωσία και στη γή».
Τι θα απογίνουν τα τεράστια εισοδήματα που εξασφάλισε στην Δύσι από τον «Ζιβάγκο»; « Όταν η ΄Ενωσι Συγγραφέων με απεκάλεσεν Ιούδαν που επρόδωσε την χώρα του για τριάκοντα αργύρια, απεφάσισα να μην αγγίξω ποτέ τα χρήματα αυτά. Θα παραμείνουν στην Δύσι και ίσως να ζητήσω από τους ξένους εκδότας να τα δώσουν στα μέλη της οικογενείας μου που διαμένουν στην Αγγλία».
Η συνομιλία μας ετελείωσε. Ο Παστερνάκ επήγε στο γραφείο του για να μου φέρει ένα αντίγραφο του ποιήματός του «Το βραβείο Νομπέλ» και μου μετέφρασεν ένα μέρος του, ακουμπώντας στο πελώριο πιάνο του. ΄Υστερα επήγε για το «μπόρς» του και εγια τον συνηθισμένο του απογευματινό ύπνο.
Anthony Brown"
Το ποίημα
Κατάφερα να βρώ και το περίφημο ποίημα " Το Βραβείο Νομπέλ", όπως είχε δημοσιευθεί και αυτό στην Καθημερινή της 12ης Φεβρουαρίου του 1959. Η μετάφραση κατά το δημοσίευμα είναι προχειροτάτη καί άρρυθμη.
" Είμαι χαμένος, σαν θηρίο πίσω από φράχτη,
Κάπου στον κόσμο είναι άνθρωποι, ελευθερία και φως.
Ξοπίσω μου είναι η χλαπαταγή του διωγμού.
Και διέξοδος για μένα δεν υπάρχει.
Δάσος σκοτεινό στην ακρολιμνιά
Στέρφοι κορμοί πεσμένων ελατιών.
Αποκομμένος είμαι εδώ απ΄το καθε τι
Κι ό,τι θε να γινει για με το ίδιο θαναι.
Μα τι κακό είναι που έχω πράξει
Εγώ, ο "δολοφόνος" κι ο "πανάθλιος",
Εγώ που ανάγκασα τον κόσμον όλο ν΄αλαλάξη
Για της πατρίδας μου την ομορφιά.
Ομως, να, στον τάφου κοντά είμαι
Κι ο καιρός πιστεύω πως θε ν΄άρθη
Του αγαθού το πνεύμα να νικήση
Την βρωμιά την άτιμην ασκήμια.
Το ποιήμα είναι γραμμένο βιαστικά με μολύβι, και απευθυνεται εις τον έξω κόσμο. Μια φωνή εκ βαθέων που απευθυνεται στην παγκόσμια συνείδηση.
Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011
ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ- ΑΝΤΟΝΥ ΜΠΡΑΟΥΝ
Φαντάζομαι πως αρκετοί θα έχετε διαβάσει τον «Δόκτωρα Ζιβάγκο» και ίσως περισσότεροι θα έχετε δει την ταινία με τον Ομάρ Σαρίφ και τη Τζούλι Κρίστι. Δε νομίζω όμως πως στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό είναι γνωστός ο ΄Αντονυ Μπράουν και η σχέση του με τον Πάστερνακ.
Ο ΄Αντονυ Μπράουν λοιπόν,υπήρξε δημοσιογράφος διάσημος στην εποχή του. Γεννημένος το 1929 στην Αγγλία, έδειξε την κλίση του στη δράση και την περιπέτεια από πολύ νωρίς. Παιδί ακόμη πολέμησε το Ναζισμό παραγεμίζοντας με προπαγανδιστικό υλικό τις βόμβες που έριχναν τα βρετανικά αεροπλάνα στη Γερμανία. Αργότερα η ενασχόληση του με τη δημοσιογραφία τον έφερε μάρτυρα ιστορικών γεγονότων που κάλυψε με μεγάλη επιτυχία πράγμα που του χάρισε το 1960 τον τίτλο του καλύτερου ρεπόρτερ της χρονιάς. ΄Εζησε ζωή πολυτάραχη και ενδιαφέρουσα. Μεταξύ άλλων κάλυψε με τις ανταποκρίσεις του την Ουγγρική εξέγερση του 1956, την Αλγερινή επανάσταση, πήρε την πρώτη συνέντευξη που δόθηκε σε δυτικό από τον πρόεδρο της Αιγύπτου Νάσερ, ταξίδεψε με το πρώτο ατομικό υποβρύχιο, και έλαβε μέρος σε αποστολή στο Νότιο Πόλο. ΄Ηταν στενός φίλος του διαβόητου διπλού πράκτορα Κίμ Φίλμπυ, αλλά και βοήθησε στην αποκάλυψη σκανδάλου διαφθοράς στη Σκότλαντ Γιάρντ και κατασκοπίας στο Ναύσταθμο του Πόρτλαντ. Το 1969 εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ Ουάσιγκτων, δίδαξε στο περίφημο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ και, κάλυψε τον πόλεμο του Βιετνάμ. Τέλος άρχισε μια δεύτερη σταδιοδρομία ως επιτυχημένος συγγραφέας ιστορικών βιβλίων με θέματα που είχαν σχέση με την κατασκοπία, το Β.Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Ψυχρό πόλεμο. Ο Μπράουν πέθανε στις ΗΠΑ το 2006 σε ηλικία 77 ετών.
Από τις συνεντεύξεις του που άφησαν εποχή ήταν και η συνέντευξη που πήρε το 1959, ένα χρόνο πριν το θάνατό του, από τον βραβευμένο με Νόμπελ λογοτεχνίας, συγγραφέα του Ζιβάγγο Πάστερνακ. Η συνέντευξη αυτή και το ποίημα « Το βραβείο Νόμπελ» που του εμπιστεύτηκε ο συγγραφέας που έσπευσε να μεταφράσει και να δημοσιεύσει στη Ντέιλι Μέιλ ο Μπράουν, είχαν ως συνέπεια να χειροτερέψει η μεταχείριση του Πάστερνακ από το σοβιετικό καθεστώς. Χαρακτηριστικό υπήρξε δημοσίευμα των εφημερίδων της εποχής, ως προερχόμενο από τη Μόσχα, κατά το οποίο ο Πάστερνακ διέψευδε φήμες που τον έφεραν να σκέπτεται να ταξιδέψει στη Δύση και δήλωνε ότιενοχλήθηκε ιδίαιτερα με τη δημοσίευση του ποιήματός του. Ο συγγραφέας επίσης φέρεται να ανέφερε ότι είχε γράψει το περίφημο ποίημα, «Το βραβείο Νόμπελ» σε στιγμή καταθλίψεως και ότι προορίζετο για κάποιους φίλους του στο Παρίσι και δεν προέβλεπε να το δημοσιεύσει. Τέλος ο Πάστερνακ βεβαίωνε πως δε θα δεχθεί πλέον δημοσιογράφους οι οποίοι δεν «δεν κάνουν άλλο παρά να χρησιμοποιούν το όνομά του δια προσωπικούς σκοπούς».
Τακτοποιώντας κάποια παλιά αρχεία του πατέρα μου βρήκα ένα απόκομα της Καθημερινής με ημερομηνία 14 Φεβρουαριου 1959 που δημοσιεύεται η περίφημη αυτή συνέντευξη και σκέφτηκα πως θα σας ενδιέφερε ίσως να τη διαβάσετε.
Η συνέχεια λοιπόν εις το επόμενον όπως έλεγαν παλιά στις επιφυλλίδες που δημοσίευαν σε συνέχειες οι εφημερίδες.
Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011
Ανεργίας εγκώμιον...
Πιστή στο ραντεβού μας σας παρουσιάζω άλλα δύο ωραία κείμενα της Νοέλ Μπάξερ για την ανεργία. Αυτή τη φορά έχουμε δύο κείμενα επειδή έχω μείνει πίσω, την περασμένη εβδομάδα δεν σας έδωσα κανένα και είπα να σας αποζημιώσω. Είναι κρίμα να χάσετε την ωραία γραφή της Νοέλ Μπάξερ που με τόση ευαισθησία θίγει ζητήματα που όλους, λίγο ως πολύ μας πονάνε.
Κέιμενο πρώτο
Προσωρινά, λιγότερο προσωρινά, για μεγάλο διάστημα, μόνιμα Για λίγο καιρό».
Αύριο-μεθαύριο. Όπου να ‘ναι. Έκανε καλή δουλειά η τελευταία σας επαγγελματική συνέντευξη, θα ακολουθήσει σάς είπαν κι άλλη την επόμενη εβδομάδα, την μεθεπόμενη ή την επόμενη της μεθεπόμενης εβδομάδας. Ο καιρός περνάει τόσο γρήγορα. Οι εβδομάδες σας κατρακυλούν σαν άδεια βαρέλια στην κατηφόρα του κενού χρόνου.
Μπράβο αν βγάλατε τον μαραθώνιο των συνεντεύξεων κατοστάρι.
Η ανεργία του «λίγου καιρού» είναι ένα απλό επαγγελματικό διάστρεμμα. Λίγη ξεκούραση και ξανά πίσω στη δουλειά. (Να θυμάστε μόνο να προσέχετε πώς το πατάτε για να μην την ξαναπάθετε.)
Από το «για λίγο καιρό» στο «ποτέ ξανά» η χρονική απόσταση είναι μεγάλη.
Η μεταλλαγή του εαυτού σας είναι μεγαλύτερη. Αν και εξελίσσεται σταδιακά, ένα βουβό κατρακύλισμα χωρίς ντάμπα-ντούμπα, όλοι γυρνάνε το κεφάλι τους προς το μέρος σας. Καθώς οδεύετε προς το «ποτέ ξανά», αισθάνεστε τα χιλιάδες μάτια μιας μύγας αποκρουστικής στο κλόουζ-απ που μόνο εσείς από τον περίγυρό σας είστε σε θέση να δείτε επειδή βρισκόσαστε σε απόσταση αναπνοής. Μυρίζετε την μυγική ανάσα της και αναγνωρίζετε τι τρώνε «οι άλλοι», το ίδιο που φάγατε πέρσι τέτοια μέρα. Ψυχολογικά λερός, μια ποταπή ανεργόμυγα με ονοματεπώνυμο, πατάτε στο «ποτέ ξανά» με την ελπίδα ότι κάποια διπλωμένη εφημερίδα θα σας διώξει από κει.
Ο «για λίγο καιρό» εαυτός σας βγαίνει από τη φωτογραφία πάνω από το τζάκι και ανταλλάσσει χειραψία με τον άγνωστό του κύριο «ποτέ ξανά» εαυτό σας. Η μύγα-εσείς ζουζουνίζει μανιασμένη. Κρατώντας την ανάσα του, στάσιμος ο αέρας στο κλειστό δωμάτιο παρακολουθεί πότε θα πεταχτεί από καμιά φωτογραφία ή γωνία κάποια χερούκλα να την ησυχάσει με το ζόρι.
Από το στέρεο έδαφος του «προσωρινά», ένα χρονικό πηδηματάκι και ένα τηλεφώνημα που δεν έπεσε, σάς έριξαν στην κινούμενη άμμο του «μόνιμα». Η πρώτη-πρώτη σανίδα σωτηρίας έχει σχήμα κυματιστό και μια τελείτσα. Είναι το ερωτηματικό του «ποτέ ξανά;», «μόνιμα;» που βλέπετε πριν η κινούμενη άμμος σάς καλύψει τα μάτια. Της ατομικής τελείας σας προηγείται ο σπασμένος κύκλος του κόμματος και μια φευγάτη τελεία στον αέρα. Από πού να κρατηθείτε;
Από «όπου να ‘ναι».
Σκέψη στο περιθώριο
«Πότε ξανά;» στη θέση του «ποτέ ξανά».
Noέλ Μπάξερ
Κείμενο δεύτερο
Δύσκολες ερωτήσεις
Πού εργάζεσαι τώρα;
- Με τι ασχολείσαι;
Εύκολες ερωτήσεις, πόσο δυσκολέψατε!
Αντιστραφήκατε σαν κέρμα, παλιά τα πηγαίναμε θαυμάσια. Χαιρόμουν να σας ρωτούν για να έχω τη χαρά να απαντώ. Να μιλώ για τον εαυτό μου με καλά λόγια. Να φουσκώνω λίγο τα επιτεύγματα υπονοώντας υπερθετικούς βαθμούς. Μου άρεσε να μετρώ το μέγεθός μου σε μάτια που διαστέλλονταν για να με χωρέσουν.
Με το που μπαίνατε στο στόμα του συνομιλητή μου, με το που ξεμυτούσε εκείνο το «πού εργ...», μου κλείνατε το μάτι. «Εμπρός», ήταν σαν να μου λέγατε, «πες τα όλα και όμορφα!».
Εύκολες ερωτήσεις, γιατί μου δυσκολέψατε;
Τι συνέβη ξαφνικά και μου γυρίσατε; Πού πήγε ο καλός ο λόγος σας; Πού πήγε ο καλός μου εαυτός;
Χάλασε η παρέα, δεν τα πάμε καλά τώρα, έτσι; Μου γυρίσατε και σας γυρίζω κι εγώ την πλάτη, τάχα δεν σας ακούω. Ατυχία, πέσατε μαζί με τα κρεσέντο στο πικ-απ, νομίζω πως άκουσα το κουδούνι, κάποιος που δεν διψάει μου ζητάει νερό, ένας αόρατος αγκώνας με σκούντησε στο πλάι, λυπάμαι δεν σας άκουσα.
Θα τα ξαναπούμε, ερωτήσεις, δεν θα χαθούμε. Μην χαθούμε! Θα το ‘θελα να ξαναβρεθούμε, θα το ‘θελα πολύ. Κάποια μέρα να συναντηθούμε σε κάποια χείλη. Ξέρω πού συχνάζετε, μπορώ και διαβάζω τα χείλη, αλλά δεν έρχομαι να σας βρω. Δεν θέλω να ακούσω κουβέντα.
Η νέα μου γειτονιά μιλάει για τον καιρό. Θα σας ξαναέρθω όμως, σας επιθύμησα κι ας είστε παλιοερωτήσεις. Κρατήστε μου μια θέση, ένα σκαμπό, κάτι, δεν θέλω ορθοστασία. Δεν θέλω να είμαι πια ψηλή. Είμαι πλέον ταπεινή.
Μην συνεχίζετε να με ταπεινώνετε, κακούργες ερωτήσεις. Ας ξαναγίνουμε παλιόφιλοι.
- Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;
Δεν θα μπορούσαμε να τα πάμε χειρότερα! Παλιοερωτήσεις, δεν βάζετε μυαλό!
Σκέψη στο περιθώριο
Τι να κάνω που δεν μ’ αρέσει να μιλάω για τον καιρό;
Νοέλ Μπάξερ
Κέιμενο πρώτο
Προσωρινά, λιγότερο προσωρινά, για μεγάλο διάστημα, μόνιμα Για λίγο καιρό».
Αύριο-μεθαύριο. Όπου να ‘ναι. Έκανε καλή δουλειά η τελευταία σας επαγγελματική συνέντευξη, θα ακολουθήσει σάς είπαν κι άλλη την επόμενη εβδομάδα, την μεθεπόμενη ή την επόμενη της μεθεπόμενης εβδομάδας. Ο καιρός περνάει τόσο γρήγορα. Οι εβδομάδες σας κατρακυλούν σαν άδεια βαρέλια στην κατηφόρα του κενού χρόνου.
Μπράβο αν βγάλατε τον μαραθώνιο των συνεντεύξεων κατοστάρι.
Η ανεργία του «λίγου καιρού» είναι ένα απλό επαγγελματικό διάστρεμμα. Λίγη ξεκούραση και ξανά πίσω στη δουλειά. (Να θυμάστε μόνο να προσέχετε πώς το πατάτε για να μην την ξαναπάθετε.)
Από το «για λίγο καιρό» στο «ποτέ ξανά» η χρονική απόσταση είναι μεγάλη.
Η μεταλλαγή του εαυτού σας είναι μεγαλύτερη. Αν και εξελίσσεται σταδιακά, ένα βουβό κατρακύλισμα χωρίς ντάμπα-ντούμπα, όλοι γυρνάνε το κεφάλι τους προς το μέρος σας. Καθώς οδεύετε προς το «ποτέ ξανά», αισθάνεστε τα χιλιάδες μάτια μιας μύγας αποκρουστικής στο κλόουζ-απ που μόνο εσείς από τον περίγυρό σας είστε σε θέση να δείτε επειδή βρισκόσαστε σε απόσταση αναπνοής. Μυρίζετε την μυγική ανάσα της και αναγνωρίζετε τι τρώνε «οι άλλοι», το ίδιο που φάγατε πέρσι τέτοια μέρα. Ψυχολογικά λερός, μια ποταπή ανεργόμυγα με ονοματεπώνυμο, πατάτε στο «ποτέ ξανά» με την ελπίδα ότι κάποια διπλωμένη εφημερίδα θα σας διώξει από κει.
Ο «για λίγο καιρό» εαυτός σας βγαίνει από τη φωτογραφία πάνω από το τζάκι και ανταλλάσσει χειραψία με τον άγνωστό του κύριο «ποτέ ξανά» εαυτό σας. Η μύγα-εσείς ζουζουνίζει μανιασμένη. Κρατώντας την ανάσα του, στάσιμος ο αέρας στο κλειστό δωμάτιο παρακολουθεί πότε θα πεταχτεί από καμιά φωτογραφία ή γωνία κάποια χερούκλα να την ησυχάσει με το ζόρι.
Από το στέρεο έδαφος του «προσωρινά», ένα χρονικό πηδηματάκι και ένα τηλεφώνημα που δεν έπεσε, σάς έριξαν στην κινούμενη άμμο του «μόνιμα». Η πρώτη-πρώτη σανίδα σωτηρίας έχει σχήμα κυματιστό και μια τελείτσα. Είναι το ερωτηματικό του «ποτέ ξανά;», «μόνιμα;» που βλέπετε πριν η κινούμενη άμμος σάς καλύψει τα μάτια. Της ατομικής τελείας σας προηγείται ο σπασμένος κύκλος του κόμματος και μια φευγάτη τελεία στον αέρα. Από πού να κρατηθείτε;
Από «όπου να ‘ναι».
Σκέψη στο περιθώριο
«Πότε ξανά;» στη θέση του «ποτέ ξανά».
Noέλ Μπάξερ
Κείμενο δεύτερο
Δύσκολες ερωτήσεις
Πού εργάζεσαι τώρα;
- Με τι ασχολείσαι;
Εύκολες ερωτήσεις, πόσο δυσκολέψατε!
Αντιστραφήκατε σαν κέρμα, παλιά τα πηγαίναμε θαυμάσια. Χαιρόμουν να σας ρωτούν για να έχω τη χαρά να απαντώ. Να μιλώ για τον εαυτό μου με καλά λόγια. Να φουσκώνω λίγο τα επιτεύγματα υπονοώντας υπερθετικούς βαθμούς. Μου άρεσε να μετρώ το μέγεθός μου σε μάτια που διαστέλλονταν για να με χωρέσουν.
Με το που μπαίνατε στο στόμα του συνομιλητή μου, με το που ξεμυτούσε εκείνο το «πού εργ...», μου κλείνατε το μάτι. «Εμπρός», ήταν σαν να μου λέγατε, «πες τα όλα και όμορφα!».
Εύκολες ερωτήσεις, γιατί μου δυσκολέψατε;
Τι συνέβη ξαφνικά και μου γυρίσατε; Πού πήγε ο καλός ο λόγος σας; Πού πήγε ο καλός μου εαυτός;
Χάλασε η παρέα, δεν τα πάμε καλά τώρα, έτσι; Μου γυρίσατε και σας γυρίζω κι εγώ την πλάτη, τάχα δεν σας ακούω. Ατυχία, πέσατε μαζί με τα κρεσέντο στο πικ-απ, νομίζω πως άκουσα το κουδούνι, κάποιος που δεν διψάει μου ζητάει νερό, ένας αόρατος αγκώνας με σκούντησε στο πλάι, λυπάμαι δεν σας άκουσα.
Θα τα ξαναπούμε, ερωτήσεις, δεν θα χαθούμε. Μην χαθούμε! Θα το ‘θελα να ξαναβρεθούμε, θα το ‘θελα πολύ. Κάποια μέρα να συναντηθούμε σε κάποια χείλη. Ξέρω πού συχνάζετε, μπορώ και διαβάζω τα χείλη, αλλά δεν έρχομαι να σας βρω. Δεν θέλω να ακούσω κουβέντα.
Η νέα μου γειτονιά μιλάει για τον καιρό. Θα σας ξαναέρθω όμως, σας επιθύμησα κι ας είστε παλιοερωτήσεις. Κρατήστε μου μια θέση, ένα σκαμπό, κάτι, δεν θέλω ορθοστασία. Δεν θέλω να είμαι πια ψηλή. Είμαι πλέον ταπεινή.
Μην συνεχίζετε να με ταπεινώνετε, κακούργες ερωτήσεις. Ας ξαναγίνουμε παλιόφιλοι.
- Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;
Δεν θα μπορούσαμε να τα πάμε χειρότερα! Παλιοερωτήσεις, δεν βάζετε μυαλό!
Σκέψη στο περιθώριο
Τι να κάνω που δεν μ’ αρέσει να μιλάω για τον καιρό;
Νοέλ Μπάξερ
Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΔΥΟ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΤΟΥ ΣΚΑΙ
Με αφορμή τις δύο εκπομπές του ΣΚΑΙ με τον τίτλο " 1821" μου δημιουργήθηκαν απορίες και ομολογώ μεγάλη σύγχυση.
Αν κατάλαβα καλά, κατά τους συντελεστές του ντοκυμαντέρ, ιστορικούς και μελετητές, η ταυτότητά μας ως Ελλήνων δεν είναι παρά ένα ιδεολόγημα, προϊόν και αυτό του διαφωτισμού και ο ισχυρισμός μας περί συνέχειας της φυλής δημιούργημα του Κων.Παπαρρηγόπουλου.
Αναρωτιέμαι λοιπόν αν έτσι έχουν τα πράγματα αν είχε λάθος ο Πλήθων όταν έλεγε απευθυνόμενος προς τον Δεσπότη του Μορέως:
" Εσμέν γαρ ουν ων ηγείσθε τε και βασιλεύετε Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί. Έλλησι δε ουκ έστιν ευρείν ήτις άλλη οικειοτέρα χώρα, ουδέν μάλλον προσήκουσα η Πελοπόννησος τε και όση δη ταύτη της Ευρώπης προσεχής των τε αυ νήσων επικείμεναι. Ταύτην γαρ δη φαίνονται την χώραν Έλληνες αεί οικούντες οι αυτοί εξ ότουπερ άνθρωποι διαμνημονεύουσιν, ουδενών άλλων προενωκηκότων…» δηλαδή «…εμείς, λοιπόν, των οποιων είσθε ηγεμόνας και βασιλεύς, είμαστε Έλληνες κατά την καταγωγή, όπως μαρτυρεί η γλώσσα και η πατροπαράδοτος παιδεία. Είναι αδύνατον δε να βρει κανείς μίαν άλλη χώρα που να είναι περισσότερο οικεία και συγγενική στους Έλληνες από την Πελοπόννησο, καθώς και από το τμήμα της Ευρώπης που γειτονεύει με την Πελοπόννησο και από τα νησιά που γειτονεύουν προς αυτή. Γιατί είναι φανερό ότι οι Έλληνες κατοικούσαν πάντοτε σε αυτήν τη χώρα, από τον καιρό που αρχίζει η μνήμη των ανθρώπων, χωρίς προηγουμένως κανένας άλλος να έχει κατοικήσει πάνω σε αυτήν"
Ίσως λοιπόν ο σοφός Πλήθων να μην ήξερε ότι θα αποκτούσαμε την ταυτότητά μας και το όνομα ΄Ελληνες μερικούς αιώνες αργότερα...ότι θα έπρεπε να έρθει ο Γαλλικός Διαφωτισμός και η δάδα που άναψε να φτάσει και στην Ελλάδα για να ξυπνήσουμε..και να βαφτίσουμε τους εαυτούς μας "Ελληνες"..
Ισως πάλι και να είχε δίκιο ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος Επίσκοπος που μετεστράφη στον Καθολικισμό και έγινε Καρδινάλιος και παρ΄ολίγον Πάπας και που δεν έπαψε ως το θάνατό του να αγωνίζεται για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους, όταν φοβόταν περισσότερο απ΄ότι δήποτε άλλο μηπως ζώντας κάτω από τον τουρκικό ζυγό χάσουμε την ταυτότητά μας.. Γαυτό και άφησε την πολύτιμη βιβλιοθήκη του, κοντά χίλια χειρόγραφα Ελλήνων κλασσικών, στη Βενετία με τον όρο όμως να έχουν πρόσβαση οι Ελληνες για να μην ξεχάσουν ποιες είναι οι ρίζες τους τώρα που δεν έχουν πατρίδα.
Αραγε ήταν προφήτης ο Βησσαρίων; Μήπως όλο και πιο πολύ τείνουμε να ξεχάσουμε αυτά που έπρεπε να θυμόμαστε και να τιμούμε; Με κίνδυνο να χαρακτηριστώ εθνικίστρια, ομολογώ το φόβο μου αυτό που γίνεται μεγαλύτερος όταν βλέπω νέους να γράφουν όχι ελληνικά, αλλά greeklish και ακόμη πιο μεγάλος όταν ακούω επιχειρήματα σαν αυτά που άκουσα στην εκπομπή του ΣΚΑΙ και μάλιστα από χείλη επαϊόντων.
Για όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν κάτι αλλιώτικο παραπέμπω στην ιστοσελίδα http://www.antibaro.gr/node/2572
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)