Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Επιτέλους!

Στις δύσκολες, για να μη πω μαύρες μέρες, που περνάμε εδώ και αρκετό καιρό, ήρθε ένα μήνυμα ελπίδας. Επιτέλους μια φωνή ουσιαστική, να μας θυμήσει πως η έξοδος από το αδιέξοδο μπορεί να γίνει πραγματικότητα αν θελήσουμε, αν ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Όχι μόνο διαμαρτυρίες που το μόνο που καταφέρνουν είναι να κάνουν το κέντρο της Πρωτεύουσας, της πόλης της Παλλάδας, πεδίο μάχης χώρας τριτοκοσμικής. Όχι μόνο καταλήψεις που καταλήγουν σε βανδαλισμούς. Όχι προπηλακισμοί θεσμών και γκρέμισμα αξιών. ΄Οχι τίποτε από όλα αυτά. Σοβαρές φωνές, ανθρώπων σκεπτομένων και προβληματιζομένων. Φωνές που που ευαγγελίζονται μια καινούργια θεώρηση των πραγμάτων. Ας τους ακούσουμε. http://www.koinonikossyndesmos.org
Είναι νομίζω η φωνή του καθενός από μας, κάθε σκεπτομένου ΄Ελληνα που δε θέλει να δει την πατρίδα του να χάνεται στη λάσπη.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ - Πασχαλία Τραυλού




ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Πασχαλία Τραυλού
(Εκδόσεις Ψυχογιός 2011)

Xθές βράδυ στον Ιανό ήταν μια ξεχωριστή βραδιά. Μια βραδιά με ρόδα, ρόδα της σιωπής. Μια βραδιά αφιερωμένη στο τελευταίο βιβλίο της Πασχαλίας Τραυλού ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ που είχα την τιμή να παρουσιάσω μαζί με τον βραβευμένο καθηγητή και συγγραφέα κ. Δημ. Μπουραντά. Οι γνωστοί και αγαπημένοι ηθοποιοί Ζαχαρούλα Οικονόμου και Αυγουστίνος Ρεμούνδος ζωντάνεψαν αποσπάσματα από το βιβλίο ενώ το ακροατήριο είχε τη χαρά να παρακολουθήσει δύο μικρά βίντεο για το βιβλίο. Το ένα ήταν της συγγραφέως Τέσσης Μπάιλα, που εκτός από το ταλέντο στη συγγραφή είναι και βραβευμένη φωτογράφος. Δικές της είναι και οι φωτογραφίες που βλέπετε. Δε θα πω πιο πολλά, θα αφήσω την Πασχαλία να σας μιλήσει για τη χθεσινή βραδιά που ήταν γεμάτη αγάπη και συγκίνηση. Εγώ, πιστή στη συνήθειά μου, θα σας δώσω μια γεύση των όσων είπα χθές.

ΤΑ ΡΟΔΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ είναι ένα βιβλίο που στηρίζεται πάνω σε δύο άξονες, δύο υποθέσεις. Η πρώτη που δεν είναι φανερή, αλλά κατά ομολογία της ίδιας της συγγραφέως υπήρξε το έναυσμα που πυροδότησε την έμπνευση της, είναι μια υπόθεση που έχουν κάνει πάρα πολλοί και θα εξακολουθήσουν να κάνουν στο πέρασμα των χρόνων:
Ποια θα ήταν η πορεία της ιστορίας, της μεγάλης Ιστορίας, αλλά και της ιστορίας των ηρώων του βιβλίου, ΑΝ ο νεαρός Αδόλφος Χίτλερ είχε γίνει δεκτός στην Ακαδημία των Καλών Τεχνών της Βιέννης όταν θέλησε να σπουδάσει ζωγραφική και ΑΝ δεν είχε απορριφθεί δύο φορές;
Φανταστείτε έναν Αδόλφο Χίτλερ διάσημο ζωγράφο, να ασχολείται μόνο με την τέχνη..χωρίς ΕςΕς, χωρίς στρατόπεδα συγκεντρώσεως, χωρίς κρεματόρια, χωρίς εξοπλισμούς και μάχες, χωρίς τη σκιά του θανάτου να απλώνεται πάνω στον κόσμο.. Θα μπορούσε να είναι έτσι; Αμφιβάλλω. Ακόμη και αν είχε γίνει δεκτός ως ζωγράφος ο Χίτλερ, η πορεία της Ιστορίας δεν πιστεύω πως θα είχε αλλάξει. Το γεγονός ότι δεν έγινε δεκτός στην Ακαδημία δεν ήταν αυτό και μόνο, το αποφασιστικό γεγονός, η συνθήκη, η conditio sine qua non, όπως λέμε στη Νομική, που από μόνη της του θα ήταν ικανή να ανατρέψει τη πορεία της Ιστορίας. Υπήρξαν πολλοί παράγοντες, πολλά τα γεγονότα που επηρέασαν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, πολλές οι συγκυρίες που του επέτρεψαν να αναδειχθεί αρχηγός κόμματος και στη συνέχεια Καγκελάριος για να καταλήξει στο αιμοδιψές τέρας που γνώρισε η ανθρωπότητα. Κανείς δε μπορεί να μας εγγυηθεί πως στον Χίτλερ θα αρκούσε να είναι μόνο ζωγράφος. Πάντως η υπόθεση αυτή, είναι γοητευτική και ομολογώ πως καταλαβαίνω καλά γιατί πυροδότησε τη φαντασία της Πασχαλίας Τραυλού και την οδήγησε να μας δώσει ένα μυθιστόρημα στηριγμένο πάνω σε μια άλλη υπόθεση, σε ένα διαφορετικό «ΑΝ»

Τι θα είχε συμβεί ΑΝ η ΄Αννα δεν είχε διαπράξει ένα λάθος, ΑΝ δεν είχε κρατήσει ένα μυστικό; Και η συγγραφέας απαντά αινιγματικά παίζοντας με τις λέξεις: Λάθος, Λάθρα, Όλεθρος και χτίζοντας με μαεστρία το μύθο της, μας μεταφέρει στο χώρο και στο χρόνο, πλάθει χαρακτήρες, δημιουργεί ανατροπές μας γοητεύει και μας κρατά το ενδιαφέρον μέχρι την τελευταία σελίδα.
Θα σας πω δύο λόγια μόνο για την υπόθεση για να ανοίξω την όρεξή σας για την απόλαυση που σας περιμένει. Γιατί ό,τι και να λέμε εμείς οι παρουσιαστές τελικά ένα βιβλίο είναι μια προσωπική υπόθεση μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα. Εμείς επισημαίνουμε απλώς κάποια σημεία, εσείς μιλάτε μαζί του.
Το βιβλίο λοιπόν, κινείται πάνω σε δύο άξονες χρονικούς και δύο τουλάχιστον, τοπικούς. Στη δεκαετία του ΄70, και στη δεκαετία του ΄40. Στη διαιρημένη μεταπολεμική Γερμανία και στη Γερμανία του Γ΄ Ράιχ. Στην Ελλάδα της Κατοχής και του Εμφυλίου και την Ελλάδα του σήμερα.
Στο μεταπολεμικό Βερολίνο του 70 ένας καταξιωμένος γλύπτης, ο Κάρλ Λούντιβιχ, βασανίζεται από τύψεις και ερωτηματικά. Έχει χάσει τους γονείς του στο βομβαρδισμό του Βερολίνου και η αδελφή του υπήρξε θύμα βιασμού του Κόκκινου στρατού. Μοναδική συντροφιά του η οικονόμος Φρίντα που τον φροντίζει με αφοσίωση και αυταπάρνηση και το άγαλμα μιας γυναίκας. Το άγαλμα, που ο καλλιτέχνης έχει ονομάσει «Τα μάτια της μνήμης» συντροφεύει τον καλλιτέχνη στις μοναχικές νύχτες στο εργαστήριο του. Μιλάει μαζί του, το αγγίζει, κοιμάται στο πάτωμα πλάι του.. Ποιά είναι η γυναίκα που αναπαριστά το άγαλμα; Τι βλέπουν τα μάτια της που μοιάζουν με θάνατο και που ο γλύπτης έχει αφήσει ατελή; Τεχνοκρίτες και κοινό θαυμάζουν το έργο, αλλά και αισθάνονται δέος στη σιωπή του. Ο γλύπτης αρνείται να δώσει εξηγήσεις για το τι ήθελε να πει και ενώ ο ψυχισμός του παραπαίει ανάμεσα στη λογική και την παράνοια, μια απρόσμενη είδηση χειροτερεύει την κατάστασή του. Στην προσπάθειά τους να τον βοηθήσουν να βγει από τα σκοτάδια του νου και της ψυχής η οικονόμος και ένας γιατρός παραβιάζουν το απόρρητο του ημερολογίου του. Καταχωνιασμένα μυστικά που έχουν να κάνουν με την προηγούμενη ταυτότητα του γλύπτη ως αξιωματικού της Βερμάχτ, η θητεία του στο Άουσβιτς και στην Ελλάδα, η σχέση του με το διαβόητο Μέρτεν, έρχονται στο φως όπως και η ταυτότητα της γυναίκας του αγάλματος. Το ημερολόγιο αποκαλύπτει το δράμα της ευαίσθητης καλλιτεχνικής ψυχής όταν οι συνθήκες της επιβάλλουν να ενεργεί αντίθετα με τα αισθήματά της. Ο πόλεμος και η θητεία στο Άουσβιτς έχουν νεκρώσει την ψυχή και τις αισθήσεις του καλλιτέχνη που ζωντανεύουν μόνο όταν γνωρίζει τη γυναίκα του αγάλματος. Ο γιατρός καταλαβαίνει πως η γυναίκα αυτή είναι η μόνη ελπίδα να σωθεί ο καλλιτέχνης από το σκοτάδι που απειλεί να τον καταπιεί οριστικά, γι αυτό και της γράφει ζητώντας της να έρθει να τον δει.
Την ίδια εποχή στη Θεσσαλονίκη στην Εύα, μια νέα δικηγόρο χωρίς πελατεία και πείρα, ανατίθεται η υπεράσπιση ενός νεαρού δολοφόνου του Σπύρου, που έχει ήδη ομολογήσει ότι δολοφόνησε τον πατέρα του Λουκά. Τόσο τα κίνητρα όσο και το όργανο του φόνου είναι άγνωστα. Ο νεαρός δολοφόνος μοιάζει να έχει αποδεχτεί τη μοίρα του και αρνείται να συνεργαστεί με τη δικηγόρο. Η Εύα όμως δεν παραιτείται, έμαθε πολύ νωρίς να βασίζεται μόνο στις δικές της δυνάμεις και να μη παραδίδει τα όπλα. Πηγαίνει στο χωριό της Χαλκιδικής, δίπλα στα μεταλλεία χρυσού, εκεί που ζούσε ο Σπύρος με τους γονείς του και από κάποιο γείτονα και φίλο μαθαίνει μερικά από τα κρυμμένα μυστικά της οικογένειας που έχουν να κάνουν με την επί έτη βάναυση κακοποίηση της μητέρας του δολοφόνου από το δολοφονημένο άντρα της... Εκείνο όμως που κάνει την περίπτωση αυτή να ξεχωρίζει από άλλες ανάλογες περιπτώσεις οικογενειακής βίας είναι όχι μόνο η παθητική στάση του θύματος απέναντι στο δράστη, αλλά και το γεγονός ότι η γυναίκα ενώ θα μπορούσε να εγκαταλείψει τον άντρα της δεν το κάνει αλλά απεναντίας δικαιολογεί τη βίαιη συμπεριφορά του.
Ποιο λόγο όμως είχε ο δολοφονημένος να κακοποιεί τη γυναίκα του και στη συνέχεια να βασανίζεται από τύψεις; Ποιο λόγο είχε το θύμα να καλύπτει το θύτη, να τον δικαιολογεί και να μην τον εγκαταλείπει; Είναι μια κοινή ιστορία του συνδρόμου της Στοκχόλμης, όπως αποκαλούν οι ψυχολόγοι την εξάρτηση του κακοποιημένου ατόμου από το βασανιστή του; Είναι κάτι βαθύτερο; Το κλειδί βρίσκεται σε ένα δέμα με γράμματα και άλλα έγγραφα που η μητέρα του δολοφόνου, η΄Αννα, παραδίδει στα χέρια της δικηγόρου για να τη βοηθήσει να σώσει το παιδί της. Τα γράμματα είναι αποκαλυπτικά, το παράδοξο όμως είναι ότι κάποια αυτά, δεν έχουν ποτέ σταλεί στον παραλήπτη τους. Η δικηγόρος μέσα από τα γράμματα και απ΄ όσα της διηγείται η μητέρα του δολοφόνου, ξετυλίγει λίγο λίγο το μίτο της ιστορίας. Μιας ιστορίας αταίριαστης αγάπης πέρα από τις επιταγές των νόμων και της ηθικής, αλλά και μια ιστορία προδοσίας. στην ταραγμένη εποχή της Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα. Την εποχή των διωγμών των Εβραίων. Μας αποκαλύπτεται η ταυτότητα της ΄Αννας και το δράμα του Εβραίου πατέρα της και η εξόντωσή του από το διαβόητο Μέρτεν. Μαθαίνουμε για την απελπισία της όταν έχασε τον πατέρα της και την απογοήτευσή της από τη συμπεριφορά του αρραβωνιαστικού της που ήταν στα βουνά αντάρτης και κάτω από το μανδύα των ιδανικών κάλυπτε δικές του φιλοδοξίες αδιαφορώντας για τα αισθήματα της. Γνωρίζουμε το βάθος των αισθημάτων του Γερμανού, που δεν είναι άλλος από τον Κάρλ, το διαταραγμένο ψυχικά γλύπτη του Βερολίνου.. Οι συγκυρίες έφεραν τους δύο νέους κοντά σε μια δύσκολη στιγμή στη ζωή τους. Μακριά από τον ήλιο και το φως ένας έρωτας γεννιέται και ζει στη σιωπή Κάτω από τη μπότα του Κατακτητή , κάτω από το άπληστο βλέμμα του Μέρτεν, του απηνή διώκτη των Εβραίων, του εγκληματία πολέμου που δε λογοδότησε ποτέ για τα εγκλήματά του. Ένας έρωτας που είναι προορισμένος να τελειώσει με τρόπο τραγικό. Δύο τριαντάφυλλα, το ένα φτιαγμένο από τα χέρια του γλύπτη, και ένας σουγιάς που με αυτόν σκάλισε το τριαντάφυλλο, που όμως θα παίξει άλλο τραγικό ρόλο στο μέλλον, είναι το χαίρε του Γερμανού στην αγαπημένη του. Ένα χαίρε που το πιστεύει προσωρινό, η μοίρα όμως άλλα ορίζει.
Η δικηγόρος προσπαθεί πάνω στα ψήγματα της αλήθειας που της αποκαλύπτονται να στηρίξει την υπεράσπιση του Σπύρου. Ψάχνει, χάνεται, λοξοδρομεί, διστάζει δεν ξέρει αν έχει το δικαίωμα να αποκαλύψει την αλήθεια σε αυτούς που πρέπει να την ξέρουν μα την αγνοούν Διλήμματα ηθικά τη βασανίζουν. Θέλει να απαλλαγεί ο δολοφόνος, πως όμως; Αρκούν όσα έμαθε για να τον αθωώσουν; ΄Η πρέπει να πει ψέματα; Ποιο δρόμο θα ακολουθήσει; Οι ανατροπές ως την τελική τη μεγάλη κρατούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο. Θα σωθεί ο Σπύρος; Θα σωθεί ο Κάρλ; Η ΄Αννα, τι θα κάνει η ΄Αννα..και τι ρόλο θα παίξουν τα δευτερεύοντα πρόσωπα της ιστορίας, ο γείτονας και η οικονόμος;
Όπως καταλαβαίνετε δεν έχω σκοπό να σας διηγηθώ το βιβλίο, ούτε και θα μπορούσα να το κάνω..
Ο μύθος μπορεί να φαίνεται απλός, ένα έγκλημα, ένας θύτης, ένα θύμα, μια παλιά ιστορία έρωτα και προδοσίας .. τίποτε όμως δεν είναι απλό, τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται. Η ίδια η συγγραφέας κάνοντας μια αριστουργηματική ανάλυση των χαρακτήρων, μέσα από την αγόρευση της δικηγόρου, μας, δίνει τα κλειδιά που θα μας οδηγήσουν να ξεκλειδώσουμε μια προς μια τις πόρτες της ψυχής των ανθρώπων, να ακούσουμε τις σιωπές τους, να καταλάβουμε το γιατί και το πώς και εν τέλει…να δικαιολογήσουμε… ΄Η μήπως όχι;
Όπως ο γλύπτης Κάρλ Λούντβιχ παίρνει στα χέρια του τη σμίλη και αφαιρώντας διαδοχικά στρώματα και επίπεδα ακατέργαστης ύλης δίνει ζωή στο μάρμαρο, έτσι και η Πασχαλία Τραυλού σμιλεύει την ιστορία της. Ο γλύπτης μπορεί και βλέπει μέσα από τον ακατέργαστο όγκο του μαρμάρου, το έργο που θα δημιουργήσει. Το όραμα του τελειωμένου έργου οδηγεί το χέρι του, η σμίλη δουλεύει ασταμάτητα, στρώμα πάνω από άλλο στρώμα υποχωρούν μέχρι να αποκαλυφθεί το έργο. Αφαιρώντας διαδοχικά τα στρώματα του μύθου, φέρνοντας στην επιφάνεια καλά κρυμμένα μυστικά, ανθρώπινα πάθη και λάθη, σμιλεύει και η Πασχαλία Τραυλού το μυθιστόρημα της. Κάθε φορά διαφορετικό από τα προηγούμενα, αλλά πάντα πάνω στον ίδιο άξονα, της περιπέτειας της ανθρώπινης ψυχής στο βάθος των χρόνων.

Στήνοντας το μύθο της μέσα σε ένα δεδομένο ιστορικό πλαίσιο η συγγραφέας θέλησε να περάσει βαθειά και πανανθρώπινα μηνύματα.
Ο ευαίσθητος άνδρας που αναγκάζεται να σκοτώσει για να μη σκοτωθεί, που νεκρώνει με τη θέλησή του τις αισθήσεις του για να μη μεταβληθεί σε «πολεμάνθρωπο».
Η απληστία που απογυμνώνει τον άνθρωπο από κάθε στοιχείο ανθρωπιάς και αξιοπρέπειας και τον μεταμορφώνουν σε τέρας.
Οι πράξεις των Ναζί που δε μπορούν να δικαιολογηθούν και που προκαλούν αποτροπιασμό και αντίστοιχα η εκδικητικότητα του Κόκκινου Στρατού εις βάρος των αμάχων και ιδίως των γυναικών στο ερειπωμένο Βερολίνο της πτώσης.
Θίγει ακόμη κάποια θέματα ταμπού στο βιβλίο αυτό η Πασχαλία Τραυλού.
Τα παιδιά της Βέρμαχτ, παιδιά που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής από Γερμανούς και Ελληνίδες και έφεραν το στίγμα της καταγωγής τους και οι μητέρες τους την κατακραυγή της κοινωνίας.
Η οπτική γωνία από την οποία η συγγραφέας εξετάζει και αναλύει ένα προς ένα τα πρόσωπα του δράματος, γιατί μη γελιόμαστε, για δράμα με την έννοια που του έδωσε ο Αριστοτέλης πρόκειται, είναι αυτή της άλλης πλευράς, που ανατρέπει τα στερεότυπα που θέλουν το άσπρο άσπρο και το μαύρο μαύρο. Που οι κακοί βρίσκονται εδώ και οι καλοί εκεί. Θα ξαφνιαστεί ίσως ο Έλληνας αναγνώστης διαβάζοντας πως ένας Γερμανός και μάλιστα αξιωματικός της Βέρμαχτ που έχει υπηρετήσει στο Άουσβιτς, που έχει βοηθήσει να χτιστούν οι τραγικοί φούρνοι, μπορεί να έχει ευαισθησίες. Να υποφέρει για αυτά που είναι υποχρεωμένος να κάνει, να μη θέλει να γίνει αυτό που η συγγραφέας ονομάζει «πολεμάνθρωπος», μια μηχανή χωρίς αισθήματα, που εκτελεί τυφλά εντολές και στη χειρότερη περίπτωση, όπως μας έδειξε σο βιβλίο του ο Χέρμαν Φράνκ Μάγιερ «Το ματωμένο εντελβάις», να υφίσταται σε τέτοιο βαθμό αλλοίωση που να χαίρεται όταν σκοτώνει. Εμείς οι Έλληνες έχουμε το θλιβερό προνόμιο να έχουμε ζήσει τραγικές καταστάσεις όπως οι θάνατοι από την πείνα, οι σφαγές του Διστόμου και των Καλαβρύτων, να καπνίζουν ακόμη τα ερείπια χωριών και κάποια δέντρα να ψιθυρίζουν τις νύχτες το παράπονο των κρεμασμένων και .. χιλιάδες νεκροί να μην έχουν τάφο.. οι νεκροί του Ολοκαυτώματος, μόνο στη Θεσσαλονίκη χάθηκαν 50.000, μάλιστα πενήντα χιλιάδες, εβραίοι συμπατριώτες μας.. Είναι δύσκολο λοιπόν να δούμε διαφορετικά πέρα από τα στερεότυπα. «Γερμανός»= κακός.

Και όμως έτσι πρέπει, να μπορέσουμε να δούμε πέρα από όσα μας πληγώνουν, να αποδεχθούμε το διαφορετικό, το απρόβλεπτο της ανθρώπινης φύσης, την παντοδυναμία του έρωτα, του έρωτα που ντρέπεται να φανερωθεί. Κλείνοντας τα μάτια δεν εξαφανίζουμε την πραγματικότητα. Τα παιδιά της Βέρμαχτ δεν επέλεξαν τους γονείς τους. Τι απόγιναν αυτά τα παιδιά; Γιατί τα καταδικάσαμε στη ντροπή χωρίς να φταίνε; Τι απόγιναν τα κορίτσια που τα κούρεψαν μετά την Κατοχή γιατί είχαν σχέσεις με τον εχθρό; Γιατί είμαστε αμείλικτοι με τους άλλους και δε μπορούμε να δεχτούμε και συγχωρέσουμε την ανθρώπινη αδυναμία; Καθένας από μας μπορεί να γίνει θύτης ή θύμα. Ποιος είναι τελικά ο θύτης και ποιο το θύμα;
Ο πόλεμος τελειώνει οι άνθρωποι προσπαθούν να ζήσουν ξανά στην ειρήνη. Υπάρχουν όμως κάποιες πληγές που δεν κλείνουν, κάποιοι δε μπορούν να συγχωρήσουν, να ξεχάσουν. Υπάρχουν λάθη μη αναστρέψιμα, απώλειες που δεν αντικαθίστανται, ο πατέρας της ΄Αννας, όπως τόσοι χιλιάδες άλλοι, δε θα γυρίσει ποτέ από το Άουσβιτς που τον έστειλε ο Μέρτεν,,
Όλα αυτές οι καταστάσεις που περιγράφονται από τη συγγραφέα με θαυμαστή οξυδέρκεια δεν είναι παρά τα αποτελέσματα και οι συνέπειες της αλλοίωσης των ψυχών που επιφέρει ο πόλεμος στους ανθρώπους. Αυτό είναι και το κεντρικό μήνυμα, πιστεύω, του βιβλίου. Δεν είναι όμως το μόνο.
Στον αντίποδα όμως όλων των δεινών, φωτεινή ακτίνα ελπίδας η Τέχνη. Η Τέχνη που σώζει, για να θυμηθούμε παραφράζοντας τον λίγο και τον Ντοστογιέφσκι. Δεν είναι τυχαίο που η συγγραφέας μιλώντας με σύμβολα, τα ρόδα της ειρήνης και τα ρόδα της σιωπής, ο σουγιάς του γλύπτη που από εργαλείο της τέχνης, γίνεται όπλο εκδίκησης, για να καταλήξει και πάλι εκεί που ξεκίνησε στα χέρια ενός άλλου καλλιτέχνη που θα ολοκληρώσει το έργο του αρχικού ιδιοκτήτη του, συμπληρώνοντας τα κενά που εκείνος εσκεμμένα άφησε. Υποψιάζομαι πως η συγγραφέας, ξεκινώντας από τον προβληματισμό για τον οποίο μιλήσαμε στην αρχή, «Τι θα γινόταν αν ο Χίτλερ είχε γίνει δεκτός και αναγνωριστεί ως ζωγράφος» θέλησε να περάσει ένα μεγάλο μήνυμα. Η Τέχνη λυτρώνει, η Τέχνη σώζει. Τώρα μετά από όσα είπαμε μπορώ πια, ξεχνώντας τη δικηγόρο που ήμουν, να συμφωνήσω και εγώ μαζί της.

Το βιβλίο αυτό της Πασχαλίας Τραυλού θεωρώ ότι είναι το καλύτερό απ΄όσα έχει γράψει. Μέσα από μια αξιοσημείωτη πορεία, την αναγνώριση και την αγάπη του αναγνωστικού κοινού που τη συνοδεύει, η Πασχαλία πέτυχε σε μέγιστο βαθμό αυτό που την κάνει ξεχωριστή, την εξαιρετικά διεισδυτική ψυχολογική ανάλυση. Μελέτησε βαθειά τους χαρακτήρες και δούλεψε τη γλώσσα και τις εικόνες μέσα από την ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων Η ματιά της είναι ώριμη και κριτική τα δε ιστορικά στοιχεία που αποτελούν το φόντο του μυθιστορήματος, ψαγμένα και σωστά υφασμένα στον ιστό του μύθου, Είμαι σίγουρη πως θα το αγαπήσετε και θα μείνει για καιρό στην καρδιά σας Και να σας πω και ένα μυστικό, νομίζω πως τελικά θα αγαπήσετε τον Γερμανό..ήταν καλλιτέχνης είπαμε η Τέχνη θα σώσει τελικά τον κόσμο..
Πασχαλία μου, συγχαρητήρια για το υπέροχο βιβλίο σου, σε ευχαριστώ για τη χαρά που μου έδωσες να το διαβάσω και την τιμή να το παρουσιάσω και σου εύχομαι καλοτάξιδο και αυτό.

.

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

"EΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ"




ΙΟΥΣΤΙΝΗ ΦΡΑΓΚΟΥΛΗ-ΑΡΓΥΡΗ "ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ (Εκδόσεις "Ψυχογιός" 2011)

Χθές βράδυ στο γνωστό και φιλόξενο βιβλιοπωλείο το "Το Θέμα", στην οδό Φιλολάου στο Βύρωνα, όπου είχαν την καλωσύνη να μας φιλοξενήσουν για μια ακόμη φορά οι αγαπητές κυρίες Θεώνη Μακρή και Μαρία Ρούσου, έγινε η παρουσίαση του βιβλίου της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη " Ερωτας στην Ομίχλη". Ομιλήτριες η συγγραφέας, η γνωστή συγγραφέας και βιβλιοκριτικός Ελένη Γκίκα, και η υποφαινομένη. Η βραδυά ήταν γλυκειά και η ατμόσφαιρα δονείτο από την αγάπη των πολυάριθμων φίλων που ήρθαν να καμαρώσουν το ξενητεμένο μας, την αγαπημένη όλων Ιουστίνη. Τις λεπτομέρειες θα σας της γράψει η ίδια, δε θέλω να της χαλάσω τη χαρά. Για όσους όμως δεν κατάφεραν να έρθουν και θα ήθελαν να μάθουν τι είπαμε έχω εδώ τη δική μου ομιλία.

"Σας έχει τύχει ποτέ ενώ διαβάζετε ένα μυθιστόρημα, ένα διήγημα, ένα ποίημα, να σας φανεί πως ταυτόχρονα ακούτε να ξεπηδά από μέσα του μια μουσική; Μια μουσική που είναι σε απόλυτη αρμονία και ταύτιση με το κείμενο; Σε μένα συμβαίνει κάποιες φορές, όχι πάντα, συνήθως όταν αυτό που διαβάζω, έχει καταφέρει να με παρασύρει, να με κάνει να ξεχαστώ και να ταξιδέψω στο δικό του χώρο και χρόνο.
Αυτό ακριβώς μου συνέβη όσο διάβαζα το τελευταίο μυθιστόρημα της Ιουστίνης Φραγκούλη- Αργύρη, «ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ». Όσο διάβαζα, όσο προχωρούσα στην υπόθεση, ή μάλλον στα στρώματα της υπόθεσης, τόσο άρχιζε να ακούω να ξεδιπλώνεται μέσα μου η μουσική. Μια μουσική γνωστή και αγαπημένη, όχι άλλη από την έκτη συμφωνία του Μπετόβεν αυτή που ονομάζουμε «Ποιμενική». Το μυθιστόρημα ακολουθεί τα χνάρια της συμφωνίας, βήμα προς βήμα. Όπως ο μεγάλος συνθέτης μέσα από τη μουσική και τους ήχους δημιουργεί εικόνες άλλοτε χαράς και άλλοτε φόβου και τέλος ευγνωμοσύνης, το ίδιο, ας μου επιτραπεί να πω, και η γραφή της Ιουστίνης Φραγκούλη-Αργύρη γεννά στον αναγνώστη συναισθήματα χαράς, πόνου με κορύφωση την τελική λύτρωση.
Δύο λόγια για την υπόθεση για να σας πείσω για του λόγου το αληθές,
Η Αμαλία Αναγνώστου, μια νέα πρωτοδιορισμένη δασκάλα, ύστερα από ένα επίπονο και επικίνδυνο ταξίδι φτάνει στον προορισμό της. ένα πανέμορφο αλλά απομονωμένο ορεινό χωριό στη Κεντρική Μακεδονία χτισμένο δίπλα σε ένα ποτάμι. Την εικόνα όμως θαμπώνει η απρόοπτη συνάντηση με μια κακάσχημη γύφτισσα που της προφητεύει συμφορές και την προτρέπει να φύγει .
Η άφιξη της Αμαλίας φέρνει ένα καινούργιο αέρα στην οπισθοδρομική κοινωνία του χωριού.. Η δασκάλα είναι νέα, έχει ενθουσιασμό και όνειρα που θέλει να δει να πραγματοποιούνται. θέλει να ανοίξει τους ορίζοντες των παιδιών. Οι χωρικοί όμως ζώντας τόσο καιρό απομονωμένοι από τον έξω κόσμο, είναι δύσπιστοι σε κάθε τι καινούργιο. Η Αμαλία γίνεται φίλη με την δυναμική και ανεξάρτητη Αμαρυλλίδα που την ξεναγεί στις ομορφιές του τόπου αλλά και της διηγείται κάποιες τραγικές ιστορίες που συνδέονται με το ποτάμι. Εκεί στο ποτάμι η Αμαλία γνωρίζει και τον παιδικό φίλο της Αμαρυλλίδος τον Αρίστο Αγριππίδη. Οι τρεις νέοι γίνονται φίλοι. Αγαπούν την ποίηση και το διάβασμα και έχουν τις ίδιες φιλοσοφικές ανησυχίες για τον προορισμό του ανθρώπου και τη σχέση του με το Θεό.
Ο Αρίστος δείχνει ερωτικό ενδιαφέρον για την Αμαλία και εκείνη υπερπηδώντας εμπόδια και ταμπού του παραδίνεται με τη ψυχή και το σώμα. Ένας έρωτας μεγάλος πέρα από τις δυνάμεις της τη συνεπαίρνει. Η ευτυχία της χαμογελά.. όμως…ο έρωτάς της μοιάζει να απειλείται, ο Αρίστος είναι απρόβλεπτος και άστατος. Οι ίσκιοι ζώνουν την ερωτευμένη Αμαλία. Παράλληλα την ειδυλλιακή εικόνα του χωριού σκιάζουν φοβερά και ανείπωτα μυστικά που μαθαίνει άθελά της η νεαρή δασκάλα. Ηθικά διλήμματα τη βασανίζουν χωρίς να μπορεί να δώσει λύση. Σύννεφα μαζεύονται στον ορίζοντα προοιωνίζοντας καταιγίδα. Η Αμαλία προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην πίστη της στην αγάπη και τις δυνάμεις του κακού που ορθώνονται απειλητικές …
Τα σύννεφα συνεχίζουν να πυκνώνουν ώσπου ξεσπά η φοβερή καταιγίδα. Η μικρή κοινωνία του χωριού συνταράσσεται όταν τα φοβερά μυστικά έρχονται στο φως, αδιέξοδα.. καταστροφή…σπαραγμός.. Η ειδυλλιακή εικόνα δεν υπάρχει πια. Ενοχές, αναπάντητα ερωτήματα, ίσκιοι από παλιές και καινούργιες αμαρτίες παλεύουν στην ψυχή της Αμαλίας της αθώας δασκάλας των ιδανικών και των τσακισμένων ονείρων...
Η καταιγίδα στην καρδιά της Αμαλίας θα αργήσει να κοπάσει. Μόνον όταν κάποτε θα σκιστεί και το τελευταίο πέπλο που έκρυβε την αλήθεια θα της χαριστεί τελικά η λύτρωση . Κοντά στην Αμαλία και εκείνοι που τους έλαχε, χωρίς να το ζητήσουν, ο στέφανος του μαρτυρίου, θα μπορούν και αυτοί να λυτρωθούν. Αρκεί να θελήσουν.. για αυτούς τώρα ανοίγονται νέοι ορίζοντες. Μετά την καταιγίδα βγαίνει το ουράνιο τόξο. Μετά από κάθε σταύρωση υπάρχει η Ανάσταση..
Όπως μαντέψατε ήδη, πρόκειται για ένα αριστούργημα. Ένα βιβλίο στο οποίο η ποίηση βαδίζει παράλληλα με το ρεαλισμό. Οι ανατροπές οδηγούν τον αναγνώστη σταδιακά όλο και σε δυσκολότερες κορυφές, σαν τα κύματα της καταιγίδας, μέχρι την τελική λύτρωση.
Παράλληλα η ανάλυση των χαρακτήρων γίνεται με τρόπο αριστοτεχνικό, με χειρουργικό μαχαίρι που η συγγραφέας χειρίζεται με λεπτότητα και σεβασμό, ανατέμνονται οι ψυχές των προσώπων για χάρη του αναγνώστη..
Η Αμαλία, ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφονται τα άλλα πρόσωπα, είναι ένα πλάσμα τρυφερό και αθώο, που θέλει να είναι ανεξάρτητο, αλλά δεν έχει ακόμη καταφέρει να κόψει τον ομφάλιο λώρο που τη συνδέει με την υπερπροστατευτική μητέρα της. Δυσκολεύεται να διαχειριστεί τα προβλήματα που συναντά και αφήνεται στη δίνη των συναισθημάτων. Οδηγημένη από την αγάπη προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα όνειρα. Η σκληρή ώρα της αλήθειας θα την βρει απροετοίμαστη. Όπως όμως η φωτιά κάνει το σίδερο ατσάλι, έτσι και η καρδιά της Αμαλίας δοκιμάζεται μέσα από τις στενωπούς του πάθους, της οδύνης της απώλειας και τελικά της γνώσης ώσπου να έρθει η λύτρωση.
Ο Άριστος, ο νέος που η μοίρα τον προίκισε με όλα τα καλά, ομορφιά, πλούτο, όνομα, δύναμη, αλλά που κρύβει στην καρδιά του πληγές που του προκάλεσαν άλλοι, είναι χαρακτήρας σκοτεινός και απρόβλεπτος. Ικανός να δίνει τη μεγαλύτερη χαρά και τον πιο δυσβάσταχτο πόνο.
Ο πατέρας του Αρίστου, ο ευγενής Θεμιστοκλής Αγριππίδης, ευπατρίδης, ευεργέτης του χωριού που τον βαρύνει η σκοτεινή μοίρα της γενιάς του αλλά και ένας βαθύς πόνος που δεν τον αφήνει να δείξει την αγάπη του σε αυτούς που όφειλε.
Τραγική η φιγούρα και της κυρίας Ευθαλίας, της νοικοκυράς της Αμαλίας, μίας γυναίκας του λαού, με όλα τα χαρακτηριστικά του είδους της, την περιέργεια, το κουτσομπολιό, το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής.. Πίσω όμως από το καλοσυνάτο παρουσιαστικό της η κυρία Ευθαλία κρύβει αφάνταστη σκληρότητα αλλά και ένα φοβερό μυστικό..
Οι άλλοι χαρακτήρες, ο καλός, αλλά τυπολάτρης δάσκαλος, η φαντασμένη γυναίκα του, η κόρη του, η όμορφη και ανεξάρτητη Αμαρυλλίς, η Ευγενία, η υπερβολικά ζωηρή για τα ήθη του χωριού κόρη του Δημάρχου που κουβαλάει και αυτή το δικό της σταυρό, ο μικρός Στέλιος και η Παγώνα, η καταπιεσμένη και βασανισμένη μητέρα του, η πιστή Σουλτάνα, είναι μορφές που συμπληρώνουν τον υπέροχο πίνακα που έστησε για χάρη μας η συγγραφέας..
Ούτε όμως η Αμαλία, ούτε ο Αρίστος, ούτε άλλος κανένας είναι το κέντρο βάρους του βιβλίου. Ο αληθινός πρωταγωνιστής είναι το ποτάμι. Στο ορεινό χωριό που η μοίρα έταξε την Αμαλία, ο ποταμός ορίζει τη ζωή και τη μοίρα των ανθρώπων. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν προσωποποιήσει και είχαν κάνει θεούς τα ποτάμια. Πόσο δίκιο είχαν. .. Σαν λάιτ μοτίβ, έρχεται και επανέρχεται κάθε τόσο το ποτάμι στην εικόνα. Εδώ γνωρίζεται η Αμαλία με τον Αρίστο, εδώ μαθαίνει κάποια μυστικά, εδώ παίζεται η τελική σκηνή του δράματος.. Δέντρα, φυτά, πουλιά ζώα, αλλά και ξωτικά και μύθοι ζουν γύρω από το ποτάμι. Τις νύχτες με φεγγάρι, την ώρα που τα τσακάλια ουρλιάζουν στο βουνό, όμορφες κόρες κολυμπούν στα νερά του μαζί με άκακα νερόφιδα… και οι ιτιές και τα καλάμια στις όχθες σκύβουν πάνω από τα νερά του ψιθυρίζοντας σκοτεινά μυστικά .Βρήκα πως αυτοί οι στίχοι της ποιήτριας Μαρίκας Λάμπρου από τη συλλογή της ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ.( Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011) ταιριάζουν απόλυτα στο «Ποτάμι» της Αμαλίας,
Κόκκινο ποτάμι τι όμορφο που είσαι.
Εικόνες και φαντάσματα σπαρταράνε στα χέρια σου.
Μελωδίες γλυκές αρμενίζουν στις όχθες σου.
Ο χτύπος των ρολογιών πουθενά δεν ακούγεται.
Μυστικές αγγελίες.
Γραμμές, γραμμές
Από αίμα:

Η γραφή της Ιουστίνης Φραγκούλη Αργύρη είναι απλή και γάργαρη, αλλά και ρωμαλέα σαν τα νερά του ποταμού. Οι περιγραφές ζωντανές, χωρίς να κουράζουν με περιττούς λυρισμούς, καταφέρνουν να μεταφέρουν τον αναγνώστη στον τόπο αλλά και το χρόνο. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 70, λίγο μετά την επάνοδο της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Η συγγραφέας μας δίνει μια σωστή εικόνα της εποχής σε ένα τυπικό ορεινό χωριό που η καρδιά του χτυπάει στο καφενείο και όπου όλοι ξέρουν τα πάντα για τους πάντες, αλλά σιωπούν... Η καθημερινότητα ξεπηδάει αβίαστα από τις περιγραφές των σπιτιών, των φαγητών, των ρούχων. Μυρίζεις τον καπνό που βγαίνει από τα τζάκια και αισθάνεσαι την ομίχλη να σε τυλίγει καθώς περπατάς τους ανηφορικούς δρόμους του χωριού. Είναι προφανές ότι η Ιουστίνη Φραγκούλη Αργύρη έχει βιώματα. Δε μπορείς διαφορετικά να δώσεις τόσο ζωντανές περιγραφές ενός τόπου. Όπως και δεν μπορείς να γράψεις για μια ιστορία που έζησαν άλλοι αν δε χτυπήσει κάποια ευαίσθητη χορδή μέσα σου, όπως φαντάζομαι θα συνέβη και με την Ιουστίνη όταν της εξομολογήθηκε η πραγματική «Αμαλία» την ιστορία της ζωής της και εκείνη την έπλασε σε αυτό το ωραίο μυθιστόρημα.
Τα βιβλία της Ιουστίνης Φραγκούλη δεν είναι απλά ρομαντικές ιστορίες, είναι ας μου επιτραπεί η έκφραση, «ψαγμένα».Μέσα από το μανδύα μίας ερωτικής ιστορίας μιλάνε για κοινωνικά προβλήματα. Η γυναίκα του ξενιτεμένου και η εγκαταλελειμμένη αρραβωνιαστικιά στην «Αγάπη των ΄Αλλων», οι φιλίες της νιότης μας στο πέρασμα των χρόνων, στα «Ψηλά τακούνια» και τώρα τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Δύσκολο θέμα και ακόμη πιο δύσκολη μετάπλαση του σε μυθιστόρημα. ΄Όχι μόνο γιατί χρειάζεται μελέτη και γνώσεις που η συγγραφέας είναι προφανές πως κατέχει, αλλά κυρίως γιατί γράφοντας για ένα τόσο σκοτεινό θέμα κινδυνεύεις να βυθιστείς ο ίδιος στο σκοτάδι που δημιουργείς. Ευτυχώς δε συνέβη αυτό στην Ιουστίνη Φραγκούλη Αργύρη.
Ιουστίνη, σε ευχαριστούμε για το υπέροχο βιβλίο που μας χάρισες που ευχόμαστε να είναι και αυτό καλοτάξιδο "

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

Καλό φθινόπωρο παρέα με μια Μπαμούσκα

Kαιρό είχαμε να ακούσουμε από τη φίλη μας τη Νοέλ Μπάξερ, τη δικαιολογούμε όμως γιατί μας ετοίμαζε κάτι πάρα παρα πολύ καλό...δε σας λέω τι, θα σας το αποκαλύψει η ίδια όταν θελησει. Στο μεταξύ ένα μικρό δείγμα της γραφής της, πάντα επίκαιρο, στους καιρούς που ζούμε..Απολαύστε το.

" Μπαμπουσκίτσα
(Έτσι μικρές μάς φτιάχνουν σήμερα)

«Αχά!», είπα και άνοιξα την μεγάλη μπαμπούσκα κι έβγαλα από μέσα την μικρότερη. Ξεβίδωσα κι αυτή κι έβγαλα από μέσα της την ακόμα μικρότερη. Κι από αυτή την κι άλλο μικρότερη. Και στην συνέχεια, μέσα από αυτή, έβγαλα την τελευταία. Την τοσοδούλικη που δεν μικραίνει άλλο! Έστησα τις μπαμπούσκες πλάι-πλάι παραταγμένες στην σειρά καθ’ ύψος και είδα πώς ήμουν και πώς έγινα!!
Θαύμασα τις μπαμπούσκες! Λυπήθηκα τον εαυτό μου!
«Η μικρότερη μπαμπούσκα της σειράς κατάντησα», σκέφτηκα με θλίψη. «Μια μπαμπουσκίτσα!»

Στην τηλεόραση δεν με φωνάζουν έτσι. Το λένε «συρρίκνωση». Είναι πιο πομπώδες και επιστημονικό αλλά εμένα δεν μ’ αρέσει, μου έρχεται στο μυαλό κάτι ζούφιο και ρυτιδιασμένο. Δεν θέλω να είμαι ζούφια.
Γι’ αυτό, προτιμώ να με λέτε «μπαμπουσκίτσα».
Με κεφαλαίο Μι, παρακαλώ. Μπαμπουσκίτσα.

Κάθομαι, λοιπόν, στητή στην καρέκλα μου, με όρθια πλάτη, και με βλέπω. Με τις μπαμπούσκες, τις ρώσικες κούκλες, απέναντί μου δεν χρειάζομαι καθρέφτη για να με δω. Αυτό διαπιστώνω και χαίρομαι γιατί όλο πλεονεκτήματα είναι οι άτιμες. Έχω μπρος μου πέντε ζευγάρια ζωγραφισμένα μάτια. Κοιταζόμαστε. Εκείνες χαμογελούν, εγώ όχι. Δεν ξέρω τι βλέπουν πάνω μου και χαμογελούν (ή περιγελούν μήπως;), εγώ πάντως δεν χαμογελώ γιατί βλέπω σε αυτές εμένα συρρικνωμένη. Κι αυτό δεν είναι αστείο.
Δεν είναι διόλου ευχάριστο.

Σύρω πιο μπροστά από τις άλλες την τοσοδούλικη, την μέσα-μέσα κουκλίτσα μπαμπούσκα, γιατί γειτνιάζω πιο πολύ με αυτήν σε μέγεθος, σαν από μια οικογένεια αδελφές να διαλέγω την πιο κοντινή μου στο σουλούπι, και με παρατηρώ. Χωριάτισσα ντυμένη, με μαντίλα. Μαύρα ζωγραφιστά μάτια σαν καμένες τελείες και χείλη κόκκινα τριανταφυλλένια. Μια χαρά!
«Περίφημα!» λέω κι αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου. Καλά στα ρούχα μου. Κι ας μην με έχω δει ποτέ στο παρελθόν με μαντίλα. Μου αρκεί που δεν είμαι ρυτιδιασμένη. Ρυτιδιασμένα συρρικνωμένη. «Κουκλάκι σκέτο. Να τι είμαι», λέω στον εαυτό μου δυνατά για να με ακούσω μπας και πειστώ. «Χαριτωμένη μινιατούρα!» (Λίγο ακόμα και σε λίγο θα σφυρίζω χαρούμενα.)
Μειδιώ.
Χαμογελώ, γιατί έτσι μας φτιάχνουν εμάς τις μπαμπούσκες. Κάθομαι χαμογελαστή με την στητή μου πλάτη ανησυχώντας μόνο μήπως τα χείλια μου δεν είναι ικανοποιητικά τριανταφυλλένια.
Μήπως δεν είμαι καλή μπαμπουσκίτσα, φοβάμαι.

Κάθομαι έτσι για ώρες. Στην καρέκλα της κουζίνας μου. Στητή και χαμογελαστή με βρίσκει η νύχτα γιατί κάποια ώρα το φως χαμηλώνει. Ήρθε η νύχτα και τρίβει τα μάτια της. Πλησιάζει και με πλησιάζει. «Άνθρωπος είναι τούτη;», σκιάζεται. «Πού πήγε ο άνθρωπος που ήταν εδώ» αναρωτιέται κι ανοίγει και ψάχνει τα ντουλάπια της κουζίνας. Εγώ την βλέπω τι κάνει αλλά δεν αφήνω την στητή στάση μου ούτε το ζωγραφισμένο μου χαμόγελο. Δεν αξίζει να αφήσω για μια νύχτα ό,τι μου πήρε μήνες να κατορθώσω. Ενδόμυχα εύχομαι, μόνο, να μην μου ανακατέψει τα ντουλάπια. Χρειάζομαι δουλειά, αλλά όχι τούτη!

Η νύχτα είναι μεγάλη. Μια θεόρατη μπαμπούσκα. Μέσα της κρύβει νυχτερινούς ψιθύρους, βραδινά αγκομαχητά, σκοτεινά σχέδια, λευκές νύχτες, εφιδρώσεις σε καθαρά σεντόνια, συνευρέσεις χωρίς νόημα. Και όνειρα. Πολλά όνειρα! Καλά γαντζωμένα όνειρα και πεφταστέρια όνειρα που προκαλούν τον άνθρωπο να κάνει μια ευχή (δεν πραγματοποιούνται) και φρεσκογεννημένα όνειρα που γεννιούνται εκείνη τη νύχτα. Άραγε θα ενηλικιωθούν;
Μέσα της η μπαμπούσκα-νύχτα κρύβει, ακόμη, νυχτέρια και κρησφύγετα. Ο καθείς μας στο κρησφύγετό του. Άλλος το βρέχει από φόβο, άλλος με δάκρυα… ενώ για άλλους, βέβαια, αλλού βρέχει. Μια μεγάλη μπαμπούσκα είναι η νύχτα που χωράει τους πολλούς, πάμπολλους εαυτούς μας. Πολλές γυναίκες, πολλούς άντρες, πολλά παιδιά, …πολλά σκυλιά. Δίπλα μου παρόμοια στητή κάθεται η χοντρή σκυλίτσα-μπαμπούσκα περιμένοντας την κυρά της να ζωντανέψει.

Μία μπαμπούσκα γίγαντας η νύχτα. Με τριανταφυλλί χείλια που δεν φαίνονται στο σκοτάδι και μαύρα μάτια που έτσι κι αλλιώς δεν φαίνονται στο σκοτάδι. Κάθεται δίπλα μου και περιμένει υπομονετικά σαν μάνα. Περιμένει, όπως εγώ, να ξημερώσει. Για να μου κάνει καλή παρέα (και επειδή λίγο βαριέται), ανάβει την τηλεόραση. Πέφτουμε σε Ειδήσεις.
Στα σκληρά κι όχι στα μαλακά πέφτουμε, δηλαδή.
Με τα αμυγδαλωτά ζωγραφιστά μου μάτια κοιτάω ανέργους στους δρόμους, ταξιτζήδες να διαπληκτίζονται, συνταξιούχους να αδειάζουν τα τελάρα μετά τη λαϊκή και να διαλέγουν λιωμένα φρούτα, «στοιχηματίες» να παίζουν με τα νεύρα μας και να βάζουν στοίχημα ότι δεν θα φυλακιστούν, παιδιά που πηγαίνουν στα σχολεία τους με σάκες χωρίς βιβλία. Στην τηλεόραση το χαρούμενο πρόσωπο του Μίκυ Μάους, έτσι το θυμόμουν παλιά, πάνω στην κενή σχολική σάκα δείχνει ρυτιδιασμένο. Συρρικνωμένος έως κι ο Μίκυ!
«Μπράβο τους!», επαινώ ειρωνικά.
Χαμογελώντας πάντα.
Στο επόμενο πλάνο περιμένει ένας μεσήλικας καθισμένος σε πεζοδρόμιο. Βαστάει το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Θα ήθελα να το νιώθει βαρύ από σκέψεις μα είναι, ξέρω, βαρύ από έγνοιες. Συνεχόμενα στις Ειδήσεις βλέπω έναν κόσμο που δεν είναι χαμογελαστός. Ούτε ωραία στημένος όπως εγώ στην καρέκλα του.
«Νύχτα, κλείνεις την τηλεόραση, σε παρακαλώ;»
Δεν μου αρέσει να βλέπω τον κόσμο μου συρρικνωμένο σαν φωτοτυπία σε σμίκρυνση, ελάχιστο. Δεν θέλω έναν κόσμο μπαμπουσκίτσα!
(Ούτε, βέβαια, μια Ελλάδα μπουκίτσα.)

Στο σκοτάδι οι πέντε μπαμπούσκες, έξι με μένα, χαμογελούμε στο κενό.

Νοέλ Μπάξερ

(Αναδημοσίευση από το ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3»)"