Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ ΚΟΛΥΒΑ ΚΟΥΦΕΤΑ ΜΕ ΠΙΚΡΑΜΥΓΔΑΛΟ Εκδόσεις Περίπλους



Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο της Φραντζέσκας Κολυβά που διαβάζω. Είχε προηγηθεί ο "Κηδεμόνας" από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ένα ωραίο βιβλίο που είχα απολαύσει και πιστέψει πως η συγγραφέας θα είχε να μας δώσει πολλά. Και δεν έπεσα έξω το καινούργιο της βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Περίπλους" με τον τίτλο « Κουφέτα με  Πικραμύγδαλο» επαλήθευσε και ξεπέρασε τις προσδοκίες μου.
Χθές βράδυ.  με πρωτοβουλία της Γραμματείας Πολιτισμού της  ΟΤΟΕ στα πλαίσια των εκδηλώσεων, "Ενα απόγευμα, ένα βιβλίο και ο συγγραφέας του" είχα την τιμή να το παρουσιάσω μαζί με τον εκδότη κ. Βίτσο, τον εκλεκτό ηθοποιό κ. Η.Λογοθέτη και την επίσης εκλεκτή  ηθοποιό κ.΄Αννα Κουρή, στον Πολυχώρο "Polis Art Cafe" της Στοάς του Βιβλίου. Θέλοντας όμως να μοιραστώ και μαζί σας τις σκέψεις μου πάνω στο βιβλίο κάνω αυτή την ανάρτηση. 
Θα σταθώ πρώτα στον ευρηματικό  τίτλο. Με δύο λέξεις η συγγραφέας  δίνει το στίγμα του έργου. Χαρά και Πίκρα μαζί, στο ίδιο περίβλημα.  Αλλά και ο  Έρωτας, ο Θάνατος, το Ψέμα είναι οι άξονες πάνω στους οποίους κινείται το βιβλίο. ΄Ερωτες και πάθη που βιώνουν οι ήρωες του βιβλίου, κάποιες φορές ετεροχρονισμένα, κάποτε για πρόσωπα που δεν πρέπει και τις πιο πολλές φορές χωρίς αμοιβαιότητα. 

Με χρώματα ανεξίτηλα, τρυφερά και δυνατά συνάμα, σαν το ζωγράφο απλώνει πινελιά, πινελιά, λέξη, λέξη  την ιστορία της η Φραντζέσκα Κολυβά και μας τη διηγείται  με ένα ιδιαίτερο ύφος όπου ο χρόνος, παρελθόν και παρόν συνταιριάζονται  ποιητικά για να μας μεταφέρει  άλλοτε σε ένα τοπίο νοσταλγικό και άπιαστο, εκείνο της προσεισμικής Ζακύνθου, της Ζακύνθου του των ερώτων,  των ποιητών και των αυτοσχέδιων ηθοποιών των «Ομιλιών», των  αρχόντων και των ποπολάρων, της αλωνιών με την απλωμένη σταφίδα  των στρατονιών και των καντουνιών   των αρχοντικών και της τσίμας του Πόρτου, αλλά και της Στράτα Μαρίνας και του Μώλου. Της Ζακύνθου που νοσταλγούσε ο Κάλβος:
«Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος,με κυρίευει» και ευχόταν «Ας μη μου δώσει η μοίρα μου Εις ξένην γήν τον τάφον»
Και άλλοτε να μας οδηγεί στον αντίποδα της νοσταλγίας,  τη  τσιμεντένια  πεζή Αθήνα της δεκαετίας του εβδομήντα, της Κυψέλης των πολυκατοικιών και της αντιπαροχής, για να μας γυρίσει στο τέλος στη σημερινή Ζάκυνθο, των  ξενοδοχείων, των «ενοικιαζομένων» και των τουριστών. Μια άλλη Ζάκυνθο, μια σκιά αυτού που υπήρξε, που όμως, αν αφήσεις τα μάτια της καρδιάς ανοιχτά θα  αφουγκραστείς, κάπως  σαν μουσική υπόκρουση στο βάθος, τη γοητεία του άλλοτε  και ακόμη, αν είσαι τυχερός, θα νιώσεις  πανταχού παρούσα τη σκιά του ποιητή και ίσως  τον δεις ακόμη  και  τον ακούσεις να απαγγέλλει το Λάμπρο:
«Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα»  
Τον ποιητή ως φαίνεται άκουσε και η  Φραντζέσκα, μια και ο απόηχος του « Λάμπρου» και της «Φαρμακωμένης» του Σολωμού αλλά και του  «Ματωμένου Γάμου» του Λόρκα, διακρίνονται αχνά στο βάθος του μύθου, η ίδια η συγγραφέας άλλωστε το ομολογεί. Μη ψάξετε όμως να βρείτε ομοιότητες και αντιστοιχίες με τα έργα αυτά. Κάτι αδιόρατο, κάτι σαν φευγαλέα ανάμνηση, σα μουσική που κάποτε ακούσαμε και αγαπήσαμε αλλά ξεχάσαμε  διατρέχει το μύθο, αχνές πινελιές στο βάθος της εικόνας.   

Δύο λόγια για την υπόθεση,
Δύο αδελφές, δύο πλάσματα ανόμοια, η Κατίνα και η Δέσποινα. Η Κατίνα, η μεγάλη, το δεξί χέρι του πατέρα της,  το καμάρι της οικογένειας, αλλά και όλης της μικρής κοινωνίας του νησιού.Η άλλη η  Δέσποινα. η  μικρότερη, άτακτη και ανεξάρτητη,άτομο παθιασμένο και παρορμητικό,  αφήνει τα αισθήματά της να καθορίζουν συνειδητά ή ασυνείδητα τις πράξεις της. Θέλοντας  να ξεφύγει από τη σκιά της μεγάλης αδερφής θα  κάνει μια πράξη που θα την σημαδεύει και κατατρέχει τη ζωή της.
Η μοίρα της  Κατίνας όμως είναι προδιαγεγραμμένη, είναι εκείνη των ωραίων πλασμάτων που δεν τους είναι  γραφτό να μείνουν για πολύ στον κόσμο τούτο. Η Κατίνα, φεύγει από τη ζωή πρόωρα, βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά της. Πεθαίνει, δε φεύγει  όμως και από τη ζωή των άλλων. Τη στοιχειώνει. Εξακολουθεί να είναι συνεχώς παρούσα, πότε σαν ίσκιος  πότε σα μέτρο σύγκρισης, πάντα όμως  σα πόνος
Ο θάνατος της Κατίνας και ο σεισμός του 53 ανατρέπουν τα πάντα στη ζωή της Δέσποινας.
«Το χάσμα δεν το άνοιξε ο σεισμός και ούτε γιόμισε άνθη» λέει η συγγραφέας.
Μετανάστριες στην Αθήνα, αυτή και η μητέρα της, ο πατέρας έχει και αυτός φύγει από τη ζωή,  αγωνίζονται να ζήσουν σε ένα περιβάλλον ξένο,  μουντό.  Η Δέσποινα  ωριμάζει  πρόωρα, παίρνει τη ζωή στα χέρια. Ξαναβρίσκει στην Αθήνα τον παιδικό της έρωτα  το συμπατριώτη της Φραγκίσκο,  αριστοκράτη, άλλοτε βουλευτή και τώρα  μεγαλοδικηγόρο, και ζει μαζί του στιγμές έρωτα και πάθους. Ο Φραγκίσκος όμως είναι «Φλέβα θαλασσινή, χωρίς αρμύρα» όπως τον είχε κάποτε χαρακτηρίσει ο πατέρας της δε θέλει δεσμεύσεις και η Δέσποινα όταν το συνειδητοποιεί αποφασίζει να αφήσει τον έρωτα για να κάνει ένα γάμο συμβατικό που την εγκλωβίζει σε μια ζωή μουντή χωρίς όνειρα. Ποιος όμως ορίζει τη μοίρα του;  Μια σειρά από απρόσμενα γεγονότα με πρώτο την έφοδο στη ζωή της ενός τρίτου προσώπου, του παθιασμένου με τη ζωή νέου Ντανιέλε,  ανατρέπουν τα πάντα και κάποτε έρχεται η στιγμή, μετά από μια προσωπική δυστυχία, να  γίνει το όνειρο πραγματικότητα   Ο Φραγκίσκος γίνεται  άντρας της Δέσποινας. Στο γάμο όμως αυτό είναι πάντα τρεις. Η Δέσποινα ο Φραγκίσκος και η νεκρή Κατίνα. Ο  κύκλος όμως δεν κλείνει.  Στο γαϊτανάκι της ζωής πλέκονται και ξεμπλέκονται σε ένα αέναο χορό έρωτα, πάθους, ζήλειας, θανάτου,  γύρω από τη νεκρή Κατίνα, εκτός από τη Δέσποινα  ο Φραγκίσκος, ο Ντανιέλε και η Κατερίνα, μια γυναίκα ευάλωτη, μια  θολή αντανάκλαση μιας άλλης ζωής. Πίσω όλοι ξανά στη νέα Ζάκυνθο θα βιώσουν ανατροπές και αποκαλύψεις. Η Κατερίνα, γίνεται άθελά της ο καταλύτης που θα πυροδοτήσει ξεχασμένες επιθυμίες, και  σαν το «μικρό μαχαιράκι» του Λόρκα θα κόψει τις κορδέλες  από το γαϊτανάκι αφήνοντας τους χορευτές  μετέωρους.   
 
Δε θέλω να σας πω περισσότερα για την πλοκή του μυθιστορήματος, να ανοίξω την όρεξή σας θέλω μόνο. Να κεντρίσω τη φαντασία σας. ΄Ο,τι και να πω όμως δε θα μπορέσω να σας χαρίσω την απόλαυση που θα σας δώσει η ανάγνωση του βιβλίου. Ενός βιβλίου μεστού και ώριμου. ενός καλοστημένου και ολοκληρωμένου μυθιστορήματος από αυτά που δεν ξεχνάς μόλις κλείσεις την τελευταία σελίδα.  Με χαρακτήρες βαθειά ανθρώπινους, ζωντανούς και όχι χάρτινους που μιλάνε, σκέφτονται, αντιδρούν σαν άνθρωποι με σάρκα και οστά. Σχεδόν τους αγγίζεις, τους γνωρίζεις, τους έχεις συναντήσει, κάποια στιγμή. Ακόμη και τα δευτερεύοντα πρόσωπα και εκείνα που κάνουν ένα φευγαλέο πέρασμα  διαγράφονται ξεκάθαρα .Ο ήσυχος, χαμηλών τόνων Αντρέας, η ζωηρή και χυμώδης κυρία Σούζη, ο επιρρεπής στα παραστρατήματα, κατά τα’ άλλα  σοβαρός οικογενειάρχης κ. συνταγματάρχης, ο  μερκουρικός γοητευτικός  ερωτύλος  Ντανιέλε.. Και φυσικά οι τρείς πρωταγωνιστές, η Δέσποινα, γήινη, ουσιαστική, παρορμητική, την τρομάζει η αλήθεια και την κρύβει  ακόμη και από τον ίδιο τον εαυτό της καλυπτόμενη πίσω από προσχήματα και συμβιβασμούς. Ο Φραγκίσκος ένας χαρακτήρας πολύπλευρος και αντιφατικός. Παιδί καταπιεσμένο από ένα αυταρχικό πατέρα, στερημένο από την αγάπη της μητέρας, δε θέλει δεσμεύσεις και περιορισμούς. Προς τα έξω δίνει την εικόνα του  επιτυχημένου επαγγελματικά, του άρχοντα, του ευγενικά αποστασιοποιημένου από τους άλλους και, ως ένα σημείο, εγωκεντρικού. Στο βάθος όμως δεν είναι παρά ένας ρομαντικός που αναζητά το χαμένο καιρό μέσα από εικόνες και ανθρώπους. Και τέλος η Κατερίνα, η  γυναίκα που ο  έρωτας έρχεται κάπως αργά στη ζωή της για να τη μεταμορφώσει, αλλά και άλλο τόσο για να την πληγώσει γιατί είναι ένας έρωτας ενάντια σε  κάθε λογική και σύμβαση. Η Κατερίνα είναι ευάλωτη και θύμα. Ως πιο βαθμό όμως; Που ορίζονται τα όρια του θύματος και του θύτη, έστω και ακούσιου; Δε σας πω. Θα το βρείτε μόνοι σας.

Άφησα επίτηδες τελευταίο το στοιχείο της γλώσσας. Ζωντανή, ρέουσα,  δυνατή, απαλλαγμένη από  περιττά στολίδια. Χαιρόμαστε να τη διαβάζουμε. Η γραφή της Φραντζέσκας Κολυβά άλλοτε  Ζέφυρος, απαλός γεμάτος  αρώματα των κήπων της Ζακύνθου,  άλλοτε καυτός Λίβας και βίαιος Γαρμπής   σηκώνει  κύματα θεόραταΗ  συγγραφέας με μαεστρία και  άνεση ξέρει να περνάει από την τραγωδία και το δράμα, στην κωμωδία, από το δάκρυ στο γέλιο. Κουφέτα με πικραμύγδαλο, γλυκά και πικρά μαζί, χαρά και γέλιο, δάκρυ και κλάμα.

Και  κάτι που ιδιαίτερα εκτίμησα ήταν η  χρήση της Ζακυθινής  ντοπιολαλιάς, μου ενίσχυσε την αίσθηση της αυθεντικότητας και της συνέχειας της παράδοσης του Διονυσίου Ρώμα για να αναφέρω τον πιο πρόσφατο από τους σπουδαίους επτανήσιους λογοτέχνες.