Την Παρασκευή που μας πέρασε είχα τη χαρά να είμαι η πρώτη που παρουσίασε το πρώτο βιβλίο μιας προικισμένης νέας συγγραφέως , της Μιχαέλας Αντωνίου, κόρης της φίλης μου προικισμένης ηθοποιού Ειρήνης Χατζηκωσταντή και του επίσης ηθοποιού Αντώνη Αντωνίου. Οι δύο γονείς περήφανοι για την κόρη τους διάβασαν χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου ζωντανεύοντας τους ήρωες παραστατικά. Η παρουσίαση έγινε στο γνωστό φιλικό περιβάλλον του κινηματογράφου και πολιτιστικού Συλλόγου "Ορφέας" στη Σαρωνίδα. Να τι είπα
Λίγο πριν αρχίσουμε, στο βάθος με το μπλε φόρεμα η Μιχαέλα Αντωνίου
Με τον ηθοποιό Αντώνη Αντωνίου, πατέρα της συγγραφέως
και στην επόμενη με τη μητέρα της ηθοποιό Ειρήνη Χαυτζηκωσταντή.
" Όταν η
Μιχαέλα Αντωνίου μου έδωσε για πρώτη
φορά, πέρυσι αν θυμάμαι καλά, το
χειρόγραφο του βιβλίου της να το διαβάσω και να της πω τη γνώμη μου δεν ήμουν
προετοιμασμένη για αυτό που με περίμενε. Και εξηγούμαι, μου έχει τύχει αρκετές
φορές να διαβάσω χειρόγραφα νέων συνήθως που φιλοδοξούν να δουν τα πονήματά
τους να εκδίδονται και ζητούν τη γνώμη μου πάνω σε αυτά. Δέχομαι με χαρά
ελπίζοντας κάθε φορά να πέσω πάνω σε ένα
καινούργιο ταλέντο. Δυστυχώς τις περισσότερες φορές απογοητεύομαι. Τα πρωτόλεια
που μου παραδίνονται είτε είναι κείμενα
αυτοβιογραφικά, όλοι έχουμε κάποιες ιστορίες που θεωρούμε σπουδαίες και που πιστεύουμε πως θα
ενδιαφέρουν και άλλους και καταπιανόμαστε να τις βάλουμε στο χαρτί παραγνωρίζοντας πως δεν είναι τόσο η ιστορία
όσο ο τρόπος που δίνεται που μπορεί να κάνει ενδιαφέρον ένα βιβλίο, είτε είναι μακροσκελή αφηγήματα με μπόλικο
συναισθηματικό αλλά και αρκετές
φορές σεξουαλικό προσανατολισμό. Τώρα τελευταία μετά τις “50 αποχρώσεις του
γκρι η προτίμηση προς τις λεπτομερείς σέξυ περιγραφές είναι συχνότερη. Δε
χρειάζεται να σας εξηγήσω νομίζω τους λόγους για τους οποίους αυτού του είδους η γραφή δε με
συγκινεί. Εκείνο όμως που έχω παρατηρήσει σχεδόν σε όλα τα πρωτόλεια που έχει
τύχει να διαβάσω, είναι είτε η έλλειψη στύλ, είτε μια μορφή γραφής που
μιμείται, ανεπιτυχώς τις περισσότερες φορές,
ένα είδος γραφής, που έχει αποδειχτεί επιτυχημένο στις προτιμήσεις του
αναγνωστικού κοινού. Χαρακτήρες μονοδιάστατοι, πανέμορφες μοιραίες γυναίκες,
άντρες με αποφασιστικά βλέμματα, παθιασμένοι
έρωτες, τολμηρές σκηνές ερωτικού
πάθους και διάλογοι τηλεοπτικής χροιάς
χωρίς ίχνος αληθοφάνειας..
Κάτι ανάλογο
περίμενα να είναι και το βιβλίο της Μιχαέλας, βλέπετε δεν την ήξερα παρά μόνον ως κόρη της φίλης μου
Ειρήνης Χατζηκωσταντή. ΄Ηξερα ότι είχε κάνει λαμπρές θεατρικές σπουδές και ότι είχε ήδη μια μικρή αλλά σημαντική
παρουσία στο θέατρο, στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο, αλλά τίποτε
άλλο δεν ήξερα για αυτή. Δεν
γνώριζα το σπινθηροβόλο πνεύμα
της , το πηγαίο χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό της, στοιχεία που θεωρώ ότι είναι
το αλάτι που νοστιμίζει την προσωπικότητα και κάνει κάποιον να ξεχωρίζει. ΄Ετσι
λοιπόν παίρνοντας το χειρόγραφο στα χέρια μου και διαβάζοντας τις δύο πρώτες
σειρές “ ΄Ηταν δεκα το πρωί, η μερα της κηδείας μου. ΄Ημουν επισήμως νεκρή
εδώ και μια μέρα..” ξαφνιάστηκα ευχάριστα. Κατάλαβα ότι στα χέρια μου
κρατούσα κάτι διαφορετικό απ΄ ότι μέχρι τότε είχα διαβάσει. Μια πρωτοπρόσωπη
αφήγηση και η αφηγήτρια νεκρή.. Μακάβριο; Κάθε άλλο, συνέχισα να διαβάζω “ Όταν
ξεκίνησε αυτή η ιστορία δεν είχα φανταστεί ότι θα γινόμουν μάρτυρας της ίδιας
της ταφής μου. Και κοιτάξετε τώρα που καταντήσαμε:σε κηδείες, πετραχήλια και
παπάδες” Να το το πρώτο ψήγμα του
αυτοσαρκασμού σκέφτηκα και συνέχισα το διάβασμα “φοβάμαι σας μπέρδεψα και
αυτό δεν είναι καθόλου στις προθέσεις μου…Η ιστορία μου ξεκίνησε πριν δύο
εβδομάδες και πέντε μέρες στο σπίτι της μητέρας μου στην ορεινή Κορινθία σε ένα
χωριό που το λένε Τρίσβαθα. Πως λέμε τρίσβαθα της ψυχής μου; Αυτό”
Δε
χρειαζόμουν περισσότερα για να καταλάβω
πως δεν υπήρχε περίπτωση να πλήξω με
αυτό το βιβλίο και έπεσα με τα μούτρα στην ανάγνωσή του. Διάβασα απνευστί όλες
τις πυκνογραμμένες σελίδες του χειρόγραφου. Η ανάγνωση με δικαίωσε, το
μυθιστόρημα της Μιχαέλας ήταν ένα μικρό
αριστούργημα, ένα κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα με γρήγορη πλοκή,
ανατροπές και απρόσμενη λύση. Είπα τη γνώμη μου στη Μιχαέλα ης ευχήθηκα καλή
τύχη και περίμενα να δω το χειρόγραφο να πάρει και έντυπη μορφή.
Η ευχή μου
έπιασε και πριν λίγες μέρες είχα στα
χέρια μου ένα κομψό βιβλίο, με
καλαίσθητο εξώφυλλο και τον τίτλο “ Η Μαργαρίτα και τα ηλιοτρόπια” Διάβασα και πάλι το βιβλίο, και πάλι
απνευστί και με την ίδια ανυπομονησία να φτάσω στο τέλος και να αποκαλυφθεί ο δολοφόνος. Ένιωσα και
πάλι την ίδια έκπληξη, σα να το διάβαζα για πρώτη φορά. Πραγματικό συγγραφικό
κατόρθωμα. Να ξέρει ο αναγνώστης την πλοκή και πάλι να εκπλήσσεται με την
απρόσμενη τροπή. Η αλήθεια είναι ότι η Μιχαέλα Αντωνίου, όπως κάθε συγγραφέας
που σέβεται τον εαυτό του και τους εν δυνάμει αναγνώστες του, είχε κάνει
κάποιες αλλαγές στο αρχικό κείμενο. Αλλαγές και ανατροπές που το έκαναν ακόμη
πιο γοητευτικό. Μικρά δολώματα που κέντριζαν τη φαντασία και δεν με άφηναν να
ησυχάσω αν δε διάβαζα και λίγο ακόμη, λίγο παρακάτω να δω τι έγινε, θα υπάρξουν
και άλλα θύματα; Ως γνωστόν ένα μυθιστόρημα που θέλει να είναι αστυνομικό δεν
αρκείται σε ένα φόνο, ένα θύμα, αλλά υπάρχουν τουλάχιστον δύο και κατά
προτίμηση τρία θύματα. Θύματα που πριν την ατυχή κατάληξή τους είχαν φιγουράρει
και ως ύποπτοι δολοφόνοι.. Αυτό κάνουν
όλοι οι καλοί συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων με πρώτη την μεγάλη ΄Αγκαθα
Κρίστι. Αυτό κάνει και η Μιχαέλα Αντωνίου. Με μαεστρία, σαν το σκοτεινό
δολοφόνο, ντύνει τις δολοφονίες με μια
ευλογοφανή αιτία θανάτου. ΄Ολοι πεθαίνουν ήσυχα, εκτός του πρώτου, που έχει
δεχτεί μια σφαίρα..
Η ιστορία
αρχίζει με την αφήγηση της κηδείας της ηρωίδας, αλλά και με ένα απρόσμενο
θάνατο που έχει προηγηθεί, το θάνατο της Αργυρώς μιας βασανισμένης και
προδομένης γυναίκας με ανάπηρο παιδί
και αμαρτωλό παρελθόν. ΄Ενας θάνατος κάπως σαν πρελούδιο σαν εισαγωγή στους
μυστηριώδεις άλλους που θα ακολουθήσουν.
Για τη νεκρή
αφηγήτρια και ηρωίδα την Μαργαρίτα, ή Μαργαρώ,, ή Ρωρώ η ιστορία που είχε την
τραγική κατάληξη για την ίδια άρχισε πριν μερικούς μήνες στο Λονδίνο..
Όπως ήδη θα
καταλάβατε η ηρωίδα, η προικισμένη αντιγραφέας έργων τέχνης και ιδιαίτερα του
ΒανΓκόγκ δεν είναι και τόσο αθώα όσο θα
θέλαμε για να τη λυπηθούμε.. Είναι άλλωστε και η πρώτη και κύρια ύποπτη για το
φόνο, τον πρώτο φόνο, ενός ξανθού γίγαντα, μάλλον Ρώσου, που είχε είχε
εμφανιστεί εντελώς απρόοπτα το προηγούμενο βράδυ αναζητώντας την για να της
μεταφέρει ένα μήνυμα “ από την αδελφή του” που είναι φίλη της όπως ισχυρίζεται
η Ρωρώ. Οι αστυνομικοί, όμως που κάνουν έρευνα στο σπίτι της μητέρας της έχουν
άλλη γνώμη , έχουν βρει το πρώτο ενοχοποιητικό εις βάρος της στοιχείο.
Από εκεί και
πέρα οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές όπως λένε και τα δελτία ειδήσεων..
Δολοφονίες,
απειλητικά μηνύματα, σκοτεινά συναπαντήματα, απαγωγές, μισές αποκαλύψεις.
Όλα με τρόπο
αριστοτεχνικό δοσμένα θολώνουν τα ίχνη, μας μπερδεύουν, σκόπιμα εννοείται, δε
μας αφήνουν σε ησυχία. Συνεχώς κάνουμε εικασίες και θεωρούμε πότε τον ένα πότε
τον άλλο ως τον σατανικό δολοφόνο, για να ανατραπούν στο τέλος όλες οι θεωρίες
μας με ένα τρόπο απρόβλεπτο.
Δεν έχω
σκοπό να σας αποκαλύψω όλες τις πτυχές των σκοτεινών μυστικών που κουβαλούν οι ήρωες
και ηρωίδες, ή για να είμαι πιο ακριβής τα πρόσωπα του δράματος. Ενός δράματος
που παίζεται εδώ και αρκετά χρόνια, όσο
πάει πίσω η μνήμη των ανθρώπων,
στο χωριό της ηρωίδας, που όπως είδαμε έχει το συμβολικό όνομα “Τρίσβαθα”.
Μη ψάξετε να το βρείτε σε κανένα χάρτη, το έκανα ήδη, το γκούγκλαρα. Μηδέν. Δεν
υπάρχει, σαν όνομα τουλάχιστον παρά μόνο στη φαντασία της συγγραφέως. Υπάρχει
όμως σαν κοινωνία, μια περίκλειστη κοινωνία, ανθρώπων περίεργων, σκοτεινών.
Πρώτη η
κεντρική ηρωίδα η Μαργαρίτα ή Ρωρώ ή Μαργαρώ, είναι μια σύνθετη προσωπικότητα,
ένα αγοροκόριτσο που εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη νέα γυναίκα που οι πράξεις της
είναι τολμηρές στα όρια της νομιμότητας,
είναι όμως εξίσου ευαίσθητη
και τρυφερή προς
τους αδύναμους. Έχει μεγάλο ταλέντο στη ζωγραφική, αλλά κάποτε
απογοητευμένη από την έλλειψη αναγνώρισης είναι έτοιμη να τα παρατήσει.
Η άμεση οικογένεια της ηρωίδας, η καλή
νοικοκυρά Ποθούλα η μητέρα δεν είναι μόνο
μια στεροτυπική μητρική μορφή, αλλά και
μια γυναίκα που την ενδιάφερει το άλλο φύλο και δεν παύει να αναζητεί τον
ιδεώδη σύντροφο. Οι δύο αδελφές, κάθε μια από άλλο πάτερα, η ήσυχη Έλενα και η δυναμική Κλέλια, έχουν
και αυτές αθέατες πλευρές του χαρακτήρα τους. Η στριφνή γιαγιά Μάντω, τι όνομα
άραγε είναι και αυτή μάντις σαν τη συνονόματή της, αυτή όλα τα ξέρει και όλα τα
κρύβει.., Οι γείτονες και συγχωριανοί, η κουτσομπόλα γεροντοκόρη κυρά
Παναγιώτα, ο μπακάλης ο κυρ Μιχάλης, ο καφετζής ο Σταύρακας, ο Παράσχης ο
χαμηλών τόνων δάσκαλος, ο παλιός έρωτας ο Μπάμπης, η αντίζηλη Στέλλα και η
κομμώτρια η σέξυ Αγγελική άλλοτε Κική και φυσικά δε λείπει ο ζαβός του χωριού ο
Αργύρης αλλά και ο εν δυνάμει εραστής ο
αρρενωπός και μυστηριώδης Στέφανος. Όλων οι χαρακτήρες διαγράφονται με ευκρίνεια. Ένας χορός, κάπως
σαν τους χορούς στις αρχαίες τραγωδίες, πρόσωπα κρυμμένα πίσω από μάσκες,
περσόνες, θυμάται η συγγραφέας τη θεατρική παιδεία της, ξέρουν καλά να κρύβουν μυστικά, δικά τους και
των άλλων.
Το μυθιστόρημα
της Μιχαέλας είναι ένα μικρό αριστούργημα, το ξαναλέω ένα κλασικό αστυνομικό
μυθιστόρημα, αλλά και με ψυχογραφικές πινελιές, με γρήγορη πλοκή, ανατροπές και
απρόσμενη λύση. Πολυπρόσωπο, με χαρακτήρες δοσμένους με αδρά χαρακτηριστικά
αλλά και με τη λεπτή παρατηρητικότητα και χιούμορ. Τοποθετημένο σε χώρο και
χρόνο με αληθοφάνεια. Οι ήρωες είναι
πρόσωπα με σάρκα και οστά, όχι χάρτινοι, τους βλέπουμε να περπατούν στα λιθόστρωτα δρομάκια του χωριού να
λαχανιάζουν στις ανηφόρες, ή οδηγούν σαραβαλιασμένα αυτοκίνητα ή μοτοσυκλέτες
στις απότομες στροφές του βουνού προκειμένου να κατέβουν στον Κάμπο. Οι διάλογοι και οι εσωτερικοί
μονόλογοι είναι δοσμένοι με αληθοφάνεια, είτε πρόκειται για κουβέντες νέων είτε
κατοίκων του χωριού μιας κάποιας
ηλικίας. Κάτι που μου έκανε εντύπωση, μια και έχω γνώσεις από πρώτο χέρι για το
πως μιλάνε οι άνθρωποι στα χωριά, είναι πως η Μιχαέλα, γέννημα θρέμμα της
πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας δε λάθεψε στο σημείο αυτό. Ακόμη και οι αστυνομικοί και αυτοί μιλάνε
με τρόπο φυσικό. Δεν είναι μικρό
κατόρθωμα αυτό, έχω τύχει να διαβάσω βιβλία με τόσο ψεύτικους διαλόγους που
αναρωτιέσαι αν ο συγγραφέας ζει πράγματι στο σήμερα ή σε κάποιο ροζ σύννεφο και
βλέπει από μακριά τη γη..
Εκείνο όμως
που το κάνει να ξεχωρίζει είναι αυτό φάνηκε από τις πρώτες αράδες του. Το
χιούμορ που σα λεπτό κοφτό κέντημα διατρέχει όλο το κείμενο, μια παρατήρηση εδώ
μια εκεί, μια φευγαλέα σκέψη της ηρωίδας και καταλαβαίνεις ότι η συγγραφέας δεν
είναι τυχαία, εκτός του ότι είναι άτομο με πηγαίο χιούμορ, μάλλον από τη μαμά
της το κληρονόμησε, δεν γνωρίζω τον πατέρα της για να κρίνω αλλά είναι ηλίου
φαεινότερο ότι έχει διαβάσει πολύ και πολλά. Και αν δεν πέφτω έξω πολλή αγγλική λογοτεχνία. Και εγγλέζικα αστυνομικά.
Η “Μαργαρίτα και ηλιοτρόπια¨ είναι ένα βιβλίο ώριμο, μεστό με τη στόφα των καλών αστυνομικών
μυθιστορημάτων που μπορεί να σταθεί
χωρίς ντροπή δίπλα στα καλύτερα και κλασικά ακόμη του είδους . Εύχομαι να
μεταφραστεί και να κυκλοφορήσει με επιτυχία στο εξωτερικό.
Καλοτάξιδο
λοιπόν Μιχαέλα και εύχομαι να μας δώσεις πολλά και ωραία βιβλία στο μέλλον.
Λίγο πριν αρχίσουμε, στο βάθος με το μπλε φόρεμα η Μιχαέλα Αντωνίου
Με τον ηθοποιό Αντώνη Αντωνίου, πατέρα της συγγραφέως
και στην επόμενη με τη μητέρα της ηθοποιό Ειρήνη Χαυτζηκωσταντή.