Καιρός να θυμηθούμε πάλι την υπέροχη γραφή της Νοέλ Μπάξερ με άλλο ένα κείμενό της.
Παράλληλα βήματα.
Κανένας Γερμανός δεν είχε ρωτήσει
τη γιαγιά μου το ’41 αν ήθελε να μεγαλώσει παιδιά της Κατοχής. Έτσι και τώρα,
κανένας Γερμανός, ούτε άλλος, με ρωτάει εμένα αν θέλω να μεγαλώνω ένα παιδί της
Κρίσης. Αυτό σκεφτόμουν βλέποντας στην τηλεόραση, στις ειδήσεις, την Άνγκελα Μέρκελ
να βαδίζει στο κόκκινο, κι όχι μπλε θαλασσί, χαλί της Ελλάδας.
Η καλεσμένη μας περπατούσε στο
χαλί μας αργά, επίσημα, και μου έδωσε τον χρόνο να σκεφθώ τη γιαγιά μου κι εμένα.
Με εκείνη τη γυναίκα που θυμάμαι το πρόσωπό της σαν μια σκιά, κι αυτή αμυδρή,
να τρεμοσβήνει στο λυχνάρι της λήθης, βρεθήκαμε ξάφνου να καθόμαστε δίπλα-δίπλα
στον καναπέ και να βλέπουμε μαζί μιαν
άγνωστή μας Γερμανίδα να βαδίζει αγέρωχα προς την ζωή μας. Κι ας αγνοώ το πρόσωπο
της γιαγιάς μου, μου έμελλε να γνωρίσω τα
συναισθήματά της τότε που στην ηλικία μου τάιζε παιδιά με σχεδόν τίποτε κι
έντυνε τα κορίτσια της χρησιμοποιώντας το ύφασμα από τις λουλουδάτες κουρτίνες
της.
Ακόμη ένα βήμα της Μέρκελ και πάω
ακόμη πιο βαθιά, στα ενδότερα της γιαγιάς μου, φεύγοντας από τα υλικά ανύπαρκτα
αγαθά της και πηγαίνοντας στις νύχτες της. Κάθομαι δίπλα της στο κρεβάτι και
ψιθυριστά, για να μην ξυπνήσουμε το σπίτι, μιλάμε σαν έφηβα κοριτσόπουλα που
συνωμοτούν με έρωτες, μόνο που εμείς μιλάμε για αγάπη. Για άλλους πόθους. Τον
πόθο να μην στερήσεις από όσους αγαπάς τα απαραίτητα και ίσως, γιατί όχι;, και
κάτι ακόμα.
Άλλο ένα βήμα και βρίσκομαι
καθισμένη στο μπράτσο της αγαπημένης πολυθρόνας της γιαγιάς μου που την έσυρε
κοντά στο παράθυρο για να προλάβει κι άλλο λίγο ήλιο. Πριν δύσει και κρυώσει.
Από τον κόκκινο δίσκο του ήλιου,
κόκκινο σαν το χαλί που πατάει η Γερμανίδα Καγκελάριος, παίρνω με δυσκολία το
βλέμμα μου κι επιστρέφω στην οθόνη της τηλεόρασης για να δω τις χειραψίες. Με
εμποδίζουν να δω καθαρά οι πάμπολλες ασπρόμαυρες εικόνες από κατοχικά ξυλιασμένα
χέρια και χεράκια που τρίβονται το ένα με το άλλο για να ζεσταθούν. «Μην
ξεχάσεις να βάλεις τα χέρια της κόρης σου άμα παγώσουν κάτω από την μασχάλη
σου», μου λέει το μυαλό μου και του λέω σουτ για να ακούσω πώς αντηχούν στην
ησυχία τα «βιλκόμεν» του δικού μας Πρωθυπουργού και του μισού υπουργικού μας
συμβουλίου.
«Τίποτε δεν ξεχνώ», καθησυχάζω το
μυαλό μου.
Η γιαγιά μου το ακούει και χαμογελάει
από την πολυθρόνα της. Γυρισμένη ακόμη
προς το παράθυρο, ψάχνει με το πρόσωπό της την τελευταία ακτίνα της
μέρας. Βρίσκω την ακτίνα πρώτη, απλώνω το χέρι και την κρατώ να μην φύγει.
Έρχομαι από μια άλλη εποχή και από μια γενιά που όλα της επιτρέπονταν. «Η
ακτίνα σου, γιαγιά», της λέω τρυφερά χωρίς να καώ. Την παραλαμβάνει από το χέρι
μου και την τυλίγει σαν μαλλί για πλέξιμο, από συνήθεια. Θα πλέξει με την
ακτίνα του ήλιου κάλτσες και φανέλες του στρατιώτη. Έτσι λογαριάζει.
Τώρα φεύγουνε μαζί. Οι δύο
Πρωθυπουργοί. Πού θα πάνε; Με πιάνει ταραχή. Σηκώνομαι και κλειδώνω την πόρτα
του σπιτιού μου. Ξέρω όμως πως δεν θα μπορέσω να κρατήσω απέξω την Κρίση. Σαν
τον καπνό της φωτιάς θα βρει τρόπο να εισβάλει. Αναστενάζω. Σέρνω μια καρέκλα
της τραπεζαρίας και κάθομαι κοιτώντας την εξώπορτα. Περιμένω το αναπόφευκτο. Φαίνομαι
στωική αλλά στην πραγματικότητα δείχνω την ευγένεια του ηττημένου. Βιλκόμεν, θα
πω κι εγώ.
Ερήμην μας συμβαίνει, γιαγιά.
Κοιτάω ένα άδειο κόκκινο χαλί
στην οθόνη της τηλεόρασης.
Μια άδεια γενιά μού ζητείται να
αναθρέψω. Άδεια από προοπτικές, άδεια από καλά προσόντα και με αδειασμένες
τσέπες.
Χωρίς να με ρωτάει κανείς αν
θέλω, γίνομαι μάνα μιας γενιάς που θα στερηθεί και θα τραυματιστεί. Ενώ η
γιαγιά μου στην Κατοχή είχε την λάθος εντύπωση πως είναι κάτι περαστικό και δεν
θα αφήσει μόνιμα σημάδια πάνω στο παιδί όπως η βαριά ανεμοβλογιά, εγώ δεν έχω
την πολυτέλεια να αγνοώ. Από τις διηγήσεις της μητέρας μου γνωρίζω πώς είδαν τα
παιδικά μάτια την Κατοχή. Τρέμω τι βλέπουν τα μάτια της κόρης μου σήμερα. Πιο
πολύ από τις εικόνες φοβάμαι τα συναισθήματα, αφού στο καλό σαλόνι της ψυχής
συμβαίνουν τα δράματα.
«Ποιος παίζει μουσική;» με ρωτάει
η γιαγιά μου με την ακτίνα του ήλιου κουβάρι στα πόδια της. Δεν αναγνωρίζει τον
εθνικό της ύμνο και τον γερμανικό δεν θέλει να τον θυμάται. Χαμηλώνω τον ήχο
στην τηλεόραση.
Εσύ, γιαγιά μου, νόμιζες πως
ανέθρεφες τις κόρες σου με στερήσεις λόγω του πολέμου αλλά μετά τα πράγματα θα
συνεχίζανε κανονικά, η προπολεμική ζωή θα ξαναρχόταν κουνιστή και λυγερή, εγώ
δεν ξεγελιέμαι. Δεν ήσουν εδώ να την δεις αλλά η ζωή εξελίχθηκε αλλιώς. Μας
μάζεψε όλους και μας έδειξε πως δεν μπορείς να πετάς από πάνω σου τους χρόνους
και τις εμπειρίες που σε σένα δεν δείχνουν όμορφα σαν φουστάνι που το
μπαινοβγάζεις. Φοράνε οι άνθρωποι κάθε χρόνο ένα ακόμη μεσοφόρι. Στα ειρηνικά
χρόνια της ευημερίας που θα ακολουθήσουν Κατοχές και Κρίσεις μπορεί να μπούνε
από πάνω χλιδάτες φορεσιές, αλλά το τρύπιο τρίχινο μεσοφόρι από κάτω θα
τσιμπάει την σάρκα. Ίσως πάντα θα την πληγώνει.
Ίσως πάντα θα πληγώνει το παιδί
μου όπως πάντα πλήγωνε τη μάνα μου.
Η γενιά της μητέρας μου βγήκε από
την Κατοχή τραυματισμένη. Σε τέτοιο μεγάλο βαθμό που ούτε οι μετακατοχικές έγιαναν. Τις επιπτώσεις του τραύματος τις
είδαμε και συνεχίζουμε να τις βλέπουμε, είναι η Σύγχρονή μας Ιστορία, τόσο
σύγχρονη που είναι το ίδιο μας το σπίτι, η οικογενειακή ιστορία του κάθε
ελληνικού σογιού. Η υστερία του πλούτου, η μανία τα παιδιά των παιδιών να μην
στερηθούν όσα στερήθηκαν οι γονείς τους, η ανάγκη για βόλεμα και κούρνιασμα.
Μια ανόρθωση των ιδανικών με ανύψωση του βιοτικού επιπέδου και ταυτόχρονα –πώς
γίνεται;- ένα κοινωνικό ξεφτίλισμα.
Η γιαγιά μου στην Κατοχή όταν
ακουμπούσε πάνω στο τραπέζι την πορσελάνινη πιατέλα με την μπομπότα και τα
καλούδια του Δελτίου δεν τα ήξερε αυτά που γνωρίζω εγώ, η απόγονος. Η
μεταγενέστερη γυναίκα. Δεν μπορώ να εμποδίσω την ζωή να κάνει κύκλους, δεν
μπορώ να σταματήσω όσα συμβαίνουν πίσω από την εξώπορτά μου, για πόσο ακόμα,
γιαγιά, θα ορίζω αυτά που συμβαίνουν στο μυαλό μου;
Το κόκκινο χαλί που πάτησε η
Μέρκελ θα το έχουν μαζέψει τώρα, σκέφτομαι. Θα το έχουν κάνει ρολό όπως ανοίγουν
μια κονσέρβα σαρδέλες. Πίσω από την εξώπορτα, κρατώντας τσίλιες για να μην μπει
η Κρίση, σκέφτομαι αυτό και γελάω.
Νοέλ Μπάξερ
(Για το ηλεκτρον. περιοδικό «Ως3»)
...πόσο δίκιο, μα πόσο δίκιο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑ! Ελένη μου,
και Νοέλ,
οι φωτεινές προσδοκίες
κι αυτές ψεύτικες...
Φιλιά από την άλλη όχθη του Ατλαντικού,
Υιώτα
αστοριανή,
ΝΥ