Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ;

Πολλά γράφονται, πολλά λέγονται τις τελευταίες μέρες για το τι έγινε και για το τι μέλλει γεννέσθαι. Πριν σας μιλήσω για μια ιδέα που έχω, καθόλου πρωτότυπη, την έχουν ήδη πει και άλλοι πιο πριν από μένα, επιρέψτε μου να γκρινιάξω για λίγο...
Όσο περνούν τα χρόνια και γερνάω, τόσο πιο απαισιόδοξη γίνομαι...Την παιδική ηλικία μου την πέρασα στην Πάτρα και το χτήμα του παππού μου στη Μεσσηνία, την εφηβεία μου στην Εκάλη και το σχολείο μου ήταν στην Κηφισιά. Ποτέ μα ποτέ όλα αυτά τα χρόνια δεν ξέραμε τι θα πει "πυρκαγιά". Στην Εκάλη της δεκαετιας του 50-60 με τη Ρέα, το Διόνυσο,τη Δροσιά και το Μπογιάτι, λίγο πιο πέρα, να ορίζουν τα σύνορά μας, δεν είδαμε ποτέ τον καπνό να ανεβαίνει στον ουρανό. Γιατί λοιπόν τώρα, γιατί κάθε καλοκαίρι να πρέπει να μετράμε τα χιλιόμετρα των τετραγωνικών της καμένης γης, τους καμένους πνεύμονες της δύστυχης Αττικής, τα μικρά ζώα του δάσους, τους σκαντζόχοιρους και τις χελώνες που δεν μπορούν να τρέξουν να γλυτώσουν, τα πουλιά που δε θα βρίσκουν τροφή να φάνε...,γιατί; Διότι γίναμε άπληστοι, θέλουμε τα πάντα. Βεβαίως και θέλουμε τη θέα, τα πεύκα, τον καθαρό αέρα, αλλά ..θέλουμε επίσης και να "εκμεταλευτούμε" τη γη στο μέγιστο της. Να την κάνουμε οικόπεδα, να την κάνουμε "οικισμούς"..δυστυχώς όμως χωρίς καμία πρόνοια για την προστασία του περιβάλλοντος, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς μέριμνα. Έχω ζήσει στην Αμερική και το σπίτι που μέναμε ήταν σε μια περιοχή γεμάτη πελώρια δέντρα. ΄Ολη η πόλη ( Washington DC) και η γύρω περιοχή ήταν ένα πελώριο δάσος. Κάθε τόσο έβλεπες πυροσβεστικούς σταθμούς και στα πάρκα ειδκά διαμορφωμένους χώρους για να κάνεις πικ νικ και να ανάψεις ψησταριά αν ήθελες. Μπορούσες και στην αυλή του σπιτιού σου, αλλά με την τήρηση αυστηρών κανόνων που όφειλες να σεβαστείς και όλοι σεβόμαστε. ΄Ολα τα σπίτια είχαν υποχρεωτικά σύστημα πυρόσβεσης, δεν νοείτο κτίριο χωρίς το σύστημα και σε κάθε δημόσιο χώρο, γραφείο, νοσοκομείο, σχολείο, οι ασκήσεις ετοιμότητας σε πυρκαγιά ήταν κάτι το συνηθισμένο, υπόθεση ρουτίνας. Θα μου πείτε εκεί δεν γίνονται πυρκαγιές; Φυσικά και γίνονται, η φωτιά είναι δυστυχώς ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Οι άνθρωποι όμως εκεί, και ανάμεσά τους βάζω και τους ξενητεμένους συμπατριώτες μας που εδώ στην πατρίδα μας αν ήταν θα συμπεριφέρονταν διαφορετικά, ξέρουν να προνοούν και πως να αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο αυτό. Θα μου πείτε πάλι εκεί είναι Αμερική, το κράτος έχει λεφτά και τα διαθέτει για την υποδομή, εμείς δεν έχουμε. Και στη μικρή Κύπρο όμως οι άνθρωποι ξέρουν καλύτερα από εμάς , και το απέδειξαν με την πρόσφατη αποτελεσματική βοήθεια που μας πρόσφεραν, ξέρουν να προστατέψουν τη φύση, να φυλλάξουν τα δάση στο Τρόοδος εκεί που υπάρχουν ακόμη Κέδροι και αίγαγροι, .. Εμείς τι κάνουμε; Καίμε την "Πεύκη της Κεφαλληνίας" και τα ελαφάκια στην Πάρνηθα... Και αν επιμένετε ότι το κράτος μας δεν έχει πόρους για να κάνει όσα θα έπρεπε, έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί δεν έχει; Γιατί όλοι μας σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό δεν είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας απέναντι του. Κάθε φορά που ένας επαγγελματίας ή καταστηματάρχης μας προτείνει να μας κάνει καλύτερη τιμή μη κόβωντας απόδειξη, είτε κόβωντας μικρότερη, έχουμε σκεφτεί ότι με το να δεχτούμε την πρότασή του, στην ουσία τους εαυτούς μας τιμωρούμε και όχι το "δοβλέτι"; Και με την άναρχη οικοδόμηση σε δάση και ρεματιές δεν είναι σα να προσκαλούμε τις πυρκαγιές και άλλοτε τις πλημμύρες; Για όλα φταίει το κράτος και όχι εμείς που μπαζώσαμε το ρέμα ή χτίσαμε στο οικοπεδάκι που αγοράσαμε από τον α ή β "οικοδομικό συνεταιρισμό" που φρόντισε να αποχαρακτηρίσει την περιοχή ώστε να πάψει να θεωρείται δάσος; Το δάσος όμως είναι "κοινό αγαθό", περιουσία όλων μας και όχι μεμονωμένων ατόμων. Υποτίθεται πως το προστατεύει το Σύνταγμα, το ίδιο που υποτίθεται ότι έχουμε υποχρέωση να προστατεύουμε όλοι μας.. Ποιούς τίτλους ιδιοκτησίας μπορεί να έχει κάποιος στην κορφή ενός δασωμένου βουνού; Αιδώς Αργείοι.. Ολα καλά και όλα ωραία για το συμφέρον μας και ως εκεί που δεν χαλάει τη βολή μας, ως εκεί που εμείς θα κάνουμε αυτό που θέλουμε ενάντια σε κάθε νόμο και κανόνα λογικής. Μη μου πείτε πως φταίει το κράτος μόνο, ότι μας δίνει το κακό παράδειγμα, μη μου αναφέρετε τους κακούς υπαλλήλους τους επιλήσμονες του όρκου τους, τους "αδειούχους πυροσβέστες" και όλα αυτά τα κονότυπα και γνωστά "τοις πάσι". ΄ΟΛΟΙ ΑΝΕΞΑΙΡΕΤΩΣ ΟΛΟΙ ΦΤΑΙΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΓΙΑΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΜΑΘΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΟΥΜΕ ΟΤΙ Η ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΕΙΝΑΙ ΜΑΓΚΙΑ ΚΑΙ Η ΑΣΥΔΟΣΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ..Όποιος έχει δει ένα δέντρο να καίγεται ανυπεράσπιστο με τα κλαδιά χέρια ικεσίας απλωμένα, θα καταλάβει γιατί φωνάζω

Και τώρα τι; Τι μπρούμε να κάνουμε για να αναπληρώσουμε τους "πνεύμονες ¨που χάσαμε; Αναδάσωση; Ναι. Αυστηρή τήρηση των νόμων που απαγορεύει την ανοικοδόμηση σε καμένη γη; Ασφαλώς ναι. Αλλά και κάτι απλό, κάτι άμεσο που δε θέλει το χρόνο που απαιτεί μια αναδάσωση τόσων και τόσων χιλιάδων στρεμμάτων γης. Ας γεμίσουμε τα μπαλκόνια και τις ταράτσες μας με πρασινάδα. Δε χρειάζονται μεγαλεπήβολα σχέδια, εξωτικά φυτά και πολυπλοκοι σχεδιασμοί, Ας προμηθευτούμε από τα κρατικά φυτώρια, μικρά πεύκα, κυπαρίσσια, πικροδάφνες και ελιές. Κάθε ταράτσα πολυκατοικίας ας γίνει ένα μικρό ιδιωτικό πάρκο. ΄Εχει τύχει να δω κάποιες ταράτσες που οι ιδιοκτήτες τους το έκαναν. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ωραίο θέαμα είνα. Αντί να βλέπεις μπουγαδόσχοινα, που κανείς ή σχεδόν κανείς δε χρησιμοποιεί πια, αντί για κεραίες τηλεοράσεων και πιάτα δορυφορικών λήψεων, θα μπορούσαμε να βλέπουμε λίγο πράσινο και όποιος από τους ενοίκους ήθελε θα μπορούσε να φέρνει μια καρέκλα από το σπίτι του και να κάθεται το απόγευμα να πίνει τον καφέ του στη δροσιά. Τα παιδιά θα μπορούσαν να παίζουν έξω από το σπίτι και όχι μπροστά στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και οι μαμάδες, όπως άλλοτε θα μπορούσαν να ανταλλάσουν συνταγές και μικρά μυστικά. Σας φαίνονται ρομαντικά όλα αυτά; ΄Ισως. Δεν είναι ακατόρθωτα όμως αρκεί να το βάλουμε βαθειά στην καρδιά μας. Και αν το κόστος μας τρομάζει, ας φροντίσουμε να ζητήσουμε από το κράτος να βοηθήσει, αυτή τη φορά θα έχουμε δίκιο. Μια μικρή επιδότηση, ένα κίνητρο, κάπως θα βοηθήσει, άλλως τε δε νομίζω να είναι τρομακτικό το κόστος, λίγες γλάστρες, χώμα και ένα σύστημα ποτισμού και ..μπόλικη καλή θέληση. Κάποτε είχαν θεσπισθεί κίνητρα για τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, για φωτοβολταϊκά, γιατί να μην υπάρξει επιδότηση για να αποκτήσουμε και λίγο επι πλέον πράσινο; Γιατί θα πρέπει τα μπαλκόνια της πόλης να συνεχίσουν να είναι αποθηκευτικοί χώροι και όχι μικρές εστίες πρασίνου; Που πήγε η αγάπη που είχαμε άλλοτε για τα λουλούδια που και στων πιο φτωχικών σπιτιών τις αυλές ή ακόμη και στα πεζοδρόμια μπροστά στα σπίτια έβλεπες τενεκέδες με μυριστικά; Τα ξεχάσαμε και αυτά; Μήπως πάλι φταίει το κράτος; Πότε θα ξυπνήσουμε;

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2009

ΚΑΦΕ ΚΛΕΜΕΝΤΕ, Πέρσα Κουμούτση



Σας έλεγα πως αισθάνομαι άσχημα που δεν έχω γράψει κάτι στο blog καιρό τώρα. Θέλω τόσα να σας πω και έχω μείνει πίσω. Από που να αρχίσω; Νομίζω θα πρέπει να σας μιλήσω για κάποια βιβλία που διάβασα τελευταία. Θα πρέπει να σας μιλήσω για το βιβλίο της Λένας Μαντά, το "Ερωταw σαν βροχή" που είχα τη χαρά να είμαι η πρώτη που το παρουσίασε στο Χαλάνδρι και στη Θεσσαλονίκη στην έκθεση βιβλίου. Να σας μιλήσω για το" Εστω μια φορά " της Πασχαλίας Τραυλού που παρουσίασα στην Πάτρα..Oμως σκέφτηκα πως μια και για αυτά τα δύο βιβλία έχω ήδη μιλήσει, θα ήταν καλύτερα να σας μιλούσα για ένα άλλο βιβλίο που δεν έχω παρουσιάσει. Το βιβλίο της Πέρσας Κουμούτση, "Καφέ Κλεμέντε" που κυκλοφόρησε από της εκδόσεις Ψυχογιός την ίδια εποχή με το δικό μου "Της ζωής και της αγάπης". Ομολογώ όμως πως αισθάνομαι αμήχανα, μια και η αγαπημένη φίλη Ιουστίνη Φραγκούλη με έχει προλάβει και έχει ήδη κάνει μια εξαίρετη ανάλυση του βιβλίου στο blog της http://ioustini.blogspot.com/, Παρόλα αυτά θα προσπαθήσω να σας μιλήσω και εγώ για αυτό που εισέπραξα διαβάζοντας το βιβλίο της Πέρσας Κουμούτση.
Πρώτα απ΄όλα όμως δυο λόγια για τη συγγραφέα. Τη γλυκύτατη και σεμνότατη Πέρσα. έναν άνθρωπο που εκπέμπει τόση ευγένεια, τόση σεμνότητα και καλωσύνη που σε κατακτά από την πρώτη στιγμή. Καμία οίηση, κανένας κομπασμός. Ψάχνοντας και ρωτώντας μόνο μαθαίνεις για αυτή και τη δουλειά της. Η ίδια δε μιλάει ποτέ για τον εαυτό της. Μαθαίνεις για τα βιβλία της, " Δυτικά του Νείλου"( Ψυχογιός) , "Τα χρονια της νεότητός του, ο ηδονικός του βίος" (Εμπειρία), " Αλεξάνδρεια, στο δρόμο των ξένων" ( Εμπειρια Εκδοτική). Μαθαίνεις για τις θαυμάσιες μεταφράσεις της από τα Αραβικά, το Κοράνιο, τιτάνιο έργο και όχι μόνο. Όσοι έχετε διαβάσει έστω και ένα βιβλίο του Ναγκίμπ Μαχφούζ καταλαβαίνετε γιατι πράγμα μιλάμε. Μαθαίνεις για το βραβείο "Καβάφη" και την βράβευση της από την Αιγυπτιακή κυβέρνηση για την προβολή της αραβικής γλώσσας και της λογοτεχνίας...τόσα πολλά και σπουδαία για ένα νέο άνθρωπο.
Πριν από το "Καφέ Κλεμέντε" είχα διαβάσει το βιβλίο της "Αλεξάνδρεια, στο δρόμο των ξένων" και είχα μαγευτεί. Η αλήθεια είναι πως έχω μια αδυναμία στα βιβλία που αναφέρονται σε αυτή την πόλη. ΄Ισως γιατί την ίδρυσε ο Αλέξανδρος, (γνωστή και ομολογημένη η αδυναμία μου σε αυτόν ), ίσως γιατί είναι η πόλη του αγαπημένου μου ποιητή, ίσως γιατί μέσα από τα βιβλία του Λώρενς Ντάρελ, "Αλεξανδρινό Κουαρτέτο" και τις "Ακυβέρνητες Πολιτείες" του Στρατή Τσίρκα και ιδιαίτερα την "Αριάγνη", η πόλη μου έχει γίνει οικεία, και νιώθω μια ακατανίκητη έλξη για βιβλία που αναφέρονται σε αυτή και το βιβλίο της Πέρσας δε με απογοήτευσε, μου ξαναζωντάνεψε αυτά τα αισθήματα. Εχοντας ζήσει στην Αίγυπτο και μεγαλώσει στις γειτονιές του Καίρου και της Αλεξάνδρειας η Πέρσα Κουμούτση μπορεί να γράφει " μετά λόγου γνώσεως", να πέρνει τον αναγνώστη από το χέρι να τον ταξιδεύει στη μυστηριακή χώρα του Νείλου.
Με το καινούργιο της βιβλίο " Καφε Κλεμέντε" η Πέρσα Κουμούτση ξαναγυρίζει στις αγαπημένες γειτονιές της Αλεξάνδρειας του Μεσοπολέμου, αλλά δε στέκει εκεί. Μας ταξιδεύει και στο Παρίσι και αργότερα στο Π.Φάληρο. Ακολουθούμε τα μετέωρα βήματα της ηρωίδας ,της όμορφης Ελισάβετ, που δεν ξέρει να ξεχωρίσει την αλήθεια από την εικονική πραγματικότητα του θεάτρου που διαπρέπει ως πρωταγωνίστρια. Οι ρόλοι της λες και είναι γραμμένοι για την ίδια, για να απεικονίσουν τη ζωή της, ή μήπως η Ελισάβετ χτίζει τη ζωή της πάνω στα χνάρια των χάρτινων ηρωίδων που ενσαρκώνει κάθε φορά; Είναι όμορφη και προικισμένη με ταλέντο ηθοποιός. Η ομορφιά της όμως είναι και κατάρα, το ταλέντο της παγίδα, δεν την αφήνουν να πλησιάσει τις καρδιές των ανδρών που κατακτά. Νομίζει πως ερωτεύεται, νομίζει πως ζει με πάθος, στη πραγματικότητα όμως δεν ζει παρά μέσα στην αντανάκλαση της ζωής και του ειδώλου που η ίδια έχει πλάσει.. . Ακόμα και στο τέλος της ζωής της, όταν οι αναμνήσεις έρχονται να την πνίξουν και όταν επαναλαμβάνει τη φράση που έχει στοιχοιώσει τη ζωή της, "το ανεκπλήρωτο παραμένει αναπόδραστο", και τότε ακόμη ενώ ξεφυλλίζει νοερά εικόνες οικείες, αγαπημένες όσο και μακρινές, ανασύρει πρόσωπα και γεγονότα από τους δαιδάλους της μνήμης, αφουγκράζεται λόγια και ξεχασμένους ψιθύρους, και τότε ακόμη παραμένει θύμα των ψευδαισθήσεών της, ανήμπορη να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τους θεατρικούς ρόλους που έχει υποδυθεί. Ποιός είναι αυτός που χτυπά την πόρτα του σπιτιού της στο τέλος και μοιάζει να τον περιμένει μια ζωή; Είναι ο έρωτας, είναι ο άντρας που την αγάπησε, ή εκείνος που αυτή νόμισε πως τον αγάπησε; Είναι ο παλαιοπώλης που αγοράζει τα λείψανα της ζωής της; Ή μήπως είναι ο επισκέπτης που έρχεται σε όλους μας κάποτε, για να την οδηγήσει στο δρόμο της μόνης αλήθειας που είναι ο θάνατος;
Για άλλη μια φορά η Πέρσα Κουμούτση, πλάθει ήρωες με υπόσταση, με σάρκα και οστά, με ελαττώματα και προτερήματα, η Ελισάβετ, η αδίστακτη, αλλά και η μεγάλη χαμένη, ο ιδεαλιστής Αλέξανδρος, που ξέρει μέσα από τον πόνο να βρει τον χαμένο εαυτό του, ο κυνικος Πιέρ, το αρσενικό αντίστοιχο της Ελισάβετ, ο πραγματιστής αδελφός του Αλέξανδρου, η ιδεαλίστρια ερωτευμένη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου.. Ολοι ζωντανεύουν χάρη στην πένα της Πέρσας Κουμούτση. Κινούνται με σιγουριά στο χώρο και στο χρόνο παρασύροντας τον αναγνώστη στα πάθη τους. Η ατμόσφαιρα της Αλεξάνδρειας και του Παρισιού του μεσοπολέμου ζωντανεύει με τρόπο μαγικό μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Νιώθεις το φως και τη ζέστη της Αλεξάνδρειας και τη γκριζάδα και την παγωνιά του χειμερινού Παρισιού, περπατάς στα σοκάκια και την παραλία της Αλεξάνδρειας αλλά και στα βουλβάρτα του Παρισιού. Η βαβέλ των γλωσσών που ηχεί στους δρόμους και των δύο πόλεων έρχεται σα μουσική στα αυτιά σου και τη δέχεσαι " ως τελευταία απόλαυση" όπως ο ποιητής παροτρύνει τον Αντώνιο να κάνει..Μυρίζεις τον καφέ στο "Καφέ Κλεμέντε" του πατέρα της ηρωίδας στην Αλεξάνδρεια αλλά και στο ομώνυμο του στο Παρίσι. Ζεις την πίκρα της απόρριψης και την έκσταση του πάθους. Και όταν φτάσεις στην τελευταία σελίδα και κλείσεις το βιβλίο, το βιβλίο δε σε αφήνει, το κουβαλάς καιρό μέσα σου.
Με δύο λόγια το"Καφέ Κλεμέντε" είναι ένα βιβλίο γερά χτισμένο που αξίζει να διαβαστεί και να αγαπηθεί.
Συγχαρητήρια Πέρσα Κουμούτση, έχεις μεγάλο ταλέντο και περιμένουμε πολλά ακόμη από σένα.


Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Μια επέτειος, τρία άρθρα και ένα βιβλίο


Είχα καιρό να γράψω στο blog. H αλήθεια είναι πως ειμαι χωμένη βαθειά στο καινούργιο βιβλίο που προσπαθώ να γράψω και δεν μου μένει ενέργεια να γράψω κάτι άλλο. Χθες όμως διαβάζοντας μια ιστορική αναδρομή στην «Καθημερινή» και δύο άρθρα, το ένα στην ίδια εφημερίδα και το άλλο στο « Βήμα», έκανα κάποιες σκέψεις που θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας.
Σαν σήμερα, 16 Αυγούστου, συμπληρώνονται 49 χρόνια από τη μέρα που η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος. Διάβασα λοιπόν στον «Φιλίστορα» ( επιλογές Μιχάλη Κατσίγερα) της χθεσινής "Καθημερινής" το απόσπασμα από την εκδοση της εφημερίδας της 17ης Αυγούστου 1960 « Από της 2ας πρωινής της σήμερον η Κύπρος, μετά μίαν τρισχιλιετή πολυκύμαντον ιστορίαν, κατά την οποίαν εγνώρισε κατακτήσεις και υποδουλώσεις, με σύντομα διαλείματα ελευθέρου ελληνικού βίου, απέκτησε την ανεξαρτησίαν της. Η χθεσινή ιστορική ημέρα υπήρξε πράγματι ημέρα εορτασμού και πανηγύρεως, παρά την πικρίαν την οπόια εδοκίμαζε μερίς των Κυπρίων, ότι οι αγώνες των δεν έδωσαν την ολοκληρωτικήν εθνικήν αποκατάστασιν..» και συνεχίζει η εφημερίδα με αναφορά στη χαρά και στους πανηγυρισμούς σε όλο το νησί. .. «Εν επισήμω τελετή πράγματι εγέντο σήμερον την πρωίαν η εγκαθίδρυσις της Κυπριακής Δημοκρατίας. Χιλιάδες λαού εξ όλων των πόλεων της Κύπρου κατέκλυσαν την Λευκωσίαν, ίνα παρακολουθήσουν την εγκαθίδρυσιν της πρώτης ελευθέρας Κυπριακής Κυβερνήσεως και όπως χαιρετίσουν και επεφυμήσουν εκ του σύνεγγυς τον πρώτον πρόεδρον της ελευθέρας Κυπριακής Πολιτείας Αρχιεπίσκοπον Μακάριον..»
Διαβάζοντας το άρθρο αυτό δεν μπόρεσα να μην αναλογισθώ πως μόλις δεκατέσσερα χρόνια μετά την ημέρα της ανεξαρτησίας, και συγκεκριμένα το δεκαπενταύγουστο του ΄74, το νησί θα γνώριζε τη δεύτερη εισβολή της Τουρκίας. Ο Αττίλας 2, θα έβαζε τη σφραγίδα της κατοχής στο βόρειο τμήμα του νησιού. Η Κύπρος, δεκατέσσερα χρόνια μετά τη γέννηση του ελεύθερου κράτους θα έπαυε να υπάρχει ως ακέραια οντότητα στην κοινωνία των Εθνών.
Τα χρόνια που ακολούθησαν είδαμε προσφυγές στον ΟΗΕ και καταδικαστικά ψηφίσματα, σύνομιλίες και σχέδια επί σχεδίων και τέλος την απόρριψη του σχεδίου Ανάν και την εισοδο της μισής Κύπρου στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση . ..και η ζωή συνεχίζεται... Συνεχίζεται ερήμην εκείνων που θυσιάστηκαν για να τη δουν ελεύθερη και ανεξάρτητη, ερήμην των οικογενειών που πενθούν τους αγνοούμενους. Τριανταπέντε χρόνια μετά έρχονται τραγικές αποκαλύψεις να ταράξουν τα θολά νερά της Ιστορίας. Ομαδικοί τάφοι, μαρτυρίες εκτελεστών με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, ταυτοποιήσεις οστών και απότιση των τελευταίων τιμών σε νεκρούς που επί τριανταπέντε χρόνια οι δικοί τους έτρεφαν το χλωμό καντηλάκι της ελπίδας στις καρδιές τους να τους δουν να γυρίζουν μια μέρα «έσω» τους. Φρούδες ελπίδες, αν πιστέψει κανείς τις μαρτυρίες και τα σχετικά άρθρα που είδαν το φως τις μέρες αυτές. Όσοι από σας θέλετε μπορείτε να διαβάσετε στο χθεσινό «Βήμα» το άρθρο με τον τίτλο « Αγνοούμενοι του Αττίλα με μια σφαίρα στον κρόταφο» και της «Καθημερινής» με τον τίτλο «Τα φίλμ είχαν συλλήψεις και εκτελέσεις των Ελλήνων». Η τραγική αλήθεια είναι πως η πλειονότητα των αγνοουμένων, ανάμεσα στους οποίους είναι και κάποιοι που τότε ήταν παιδιά ακόμη, δε βρίσκονται στη ζωή. Οι πιο πολλοί άφησαν τον κόσμο τούτο με μια σφαίρα στον κρόταφο.. και το χειρότερο, κάποιοι γνώριζαν τη φρικτή αλήθεια και την έκρυβαν. Γιατί, για ποιό λόγο; Ποιός λογάριασε και ζύγισε ότι βαραίνε περισσότερο στην πλάστιγγα της δικαιοσύνης η πολιτική σκοπιμότητα από το πένθος χιλιάδων ανθρώπων; Από το βάρος της καρδιάς της μάνας που πέθανε δείχνοντας ως την τελευταία ώρα της ζωής της τη φωτογραφία του γιού της, ελπίζοντας να μάθει κάτι που θα τη βεβαίωνε πως ήταν ζωντανός, ενώ αυτός ήταν ήδη νεκρός; Ποιός έκρινε πως ο πόνος των ζωντανών, των «απολειπομένων » που λέει ο Παύλος στην επιστολή του προς Κορινθίους , θα ήταν ένα καλό και χρήσιμο όπλο στους πολιτικούς σχεδιασμούς; Αμείλικτα ερωτήματα χωρις απάντηση.
Με αφορμή το βιβλίο του Μιλτιάδη Β.Χατζόπουλου « Εν μέρει Ελληνίζων»(εκδόσεις "Εστία"), που μου χάρισε αγαπητή φίλη από την Κύπρο και που διάβασα πρόσφατα, είχα μια μεγάλη συζήτηση με άλλη φίλη, πρώην εκπαιδευτικό που υπηρέτησε στην Κύπρο την περίοδο 1960-62. Με τη φίλη αυτή τρέφουμε κοινά αισθήματα αγάπης για την Κύπρο. Την άκουσα να μου μιλά για τα χρόνια εκείνα της καινούργιας δημοκρατίας και τον ενθουσιασμό και πατριωτισμό που έβλεπε να λάμπει στα μάτια των νέων μαθητών της στο Παγκύπριο Γυμνάσιο της Λευκωσίας. Μου μίλησε και για αυτά που προηγήθηκαν, για τα φοιτητικά συλλαλητήρια στην Αθήνα και τις υπογραφές όλων των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής, 3000 μαζεύτηκαν για να στείλουν ψήφισμα στη βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ, να δώσει χάρη στον Καραολή . « Αγνόησε την έκκλησή μας και το παληκάρι κρεμάστηκε.. Δεν το συγχώρεσα ποτέ αυτό, ούτε μπόρεσα ποτέ να επισκεφτώ τα φυλακισμένα μνήματα» μου εξομολογήθηκε, « Με πονάει ακόμα η άρνηση της βασίλισσας».
Πόσοι από τους νέους σήμερα που πηγαίνουν στην Κύπρο για διακοπές στην Αγία Νάπα ή τον Πρωταρά, ή και στην κατεχόμενη Κερύνεια για να φάνε ψάρι, πόσοι που ψηφίζουν και τραγουδούν τα τραγούδια που εκπροσωπούν την Κύπρο στη Εurovision ξέρουν κάτι από αυτή την πονεμένη, την ματωμένη Ιστορία; Για πόσους λέει κάτι το όνομα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, του Κυριάκου Μάτση, του Γρηγόρη Αυξεντίου; Για κάποιους ίσως είναι μόνο ονόματα δρόμων χωρις κάποια ιδιαίτερη ανάμνηση να τα συνοδεύει.
Μίλησα πριν για το βιβλίο του Χατζόπουλου. Θα σας εξομολογηθώ την αλήθεια. Το διάβασα με ενδιαφέρον, πλην χωρίς συγκίνηση, χωρίς πάθος, όπως ακριβώς το έχει γράψει, κατά τη γνώμη μου και ο συγγραφέας. Μια ιστορία αναζήτησης ταυτότητας ενός εφήβου σε μια πόλη και μια χώρα που αναζητά τη δική της ταυτότητα. Αξιόλογη προσπάθεια να καταγραφεί η τοπιογραφία της χώρας και της Λευκωσίας, οι δρόμοι, οι εκκλησίες, οι πλατείες ακόμη και οι όχθες του ποταμού Πεδιαίου, όλα χαρτογραφούνται με ακρίβεια. Λείπει όμως κάτι, λείπει η ψυχή και η καρδιά των ανθρώπων. Σκιές ονείρων οι ήρωες, επιθυμίες θολές και αξεδιάλυτες. Δεν ξέρω αν η κρίση μου είναι συναισθηματικά φορτισμένη από τις δικές μου αναμνήσεις, ή αν την επηρεάζει η ανάμνηση της «Χάλκινης Εποχής» του Ρόδη Ρούφου, όμως το βιβλίο του Χατζόπουλου παρά την ιστορική και γεωγραφική τεκμηρίωσή του με άφησε ασυγκίνητη.