Πολλές φορές σκέφτομαι πως ένα από τα κακά που μας άφησε η χούντα είναι που μας έκανε να αισθανόμαστε αμήχανα, για να χρησιμοποιήσω ένα ήπιο ορισμό, απέναντι σε ο,τιδήποτε είναι πατριωτικό. Οι εθνικές επέτειοι, οι ήρωες, αυτοί που μάθαμε να θεωρούμε ήρωες, οι εθνικοί χοροί και τα δημοτικά τραγούδια έχουν, κακώς, ταυτιστεί, με τις "εθνικοπατριωτικές" κορώνες των συνταγματαρχών και τα κακής αισθητικής πανηγύρια και χορούς στα διάφορα στάδια και στρατόπεδα. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και το φαινόμενο να ξαναγραφεί η ιστορία υποτάσσοντας τη σε μια στρεβλή αντίληψη του τι είναι και τι δεν είναι politicaly correct.
Αρνούμαι να ακολουθήσω τις νέες τάσεις. Ανήκω στη γενιά που έζησε, έστω σε πολλή μικρή ηλικία, αλλά πάντως έζησα και με σημάδεψαν τα μεγάλα γεγονότα της πρόσφατης Ιστορίας της πατρίδας μας. Πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος, Χούντα, όλα τα έζησα. ΄Ολα έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στη μνήμη μου, είτε την άμεση, είτε την έμμεση μέσα από διηγήσεις του οικογενειακού μου περιβάλλοντος. Και όπως συμβαίνει σε πολλούς έτσι και σε μένα, αυτές οι αναμνήσεις και τραύματα ψυχικά, γιατί όχι, μετουσιώθηκαν, έγιναν ιστορίες και κάποια στιγμή αποτυπώθηκαν στο χαρτί, έγιναν χειρόγραφα, βιβλία.
Ο παππούς μου, ο πατέρας της μητέρας μου, Αμερικανός υπήκοος, αλλά βαθύτατα ΄Ελληνας, αποκλεισμένος στον πόλεμο και στην Κατοχή στο κτήμα του στην Πελοπόννησο, με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του μακριά στην Αμερική, το ένα μάλιστα να υπηρετεί στον Αμερικανικό στρατό, χωρίς ειδήσεις τους, χωρίς ραδιόφωνο και με εφημερίδες που έφταναν μέρες μετά την κυκλοφορία τους, κρατούσε ημερολόγιο και σε μια γλώσσα ιδιότυπα δική του,έγραφε:
Στις 28 Οκτωβρίου 1940
"..Από τις 9 1/2 π.μ εμάθομεν ότι η Ιταλία απειλούσε κήρυξιν πολέμου εναντίον μας.."
στις 29 Οκτωβρίου 1940
"Μη ούσης συγκοινωνίας έμεινα εις το κτήμα. Από χθες κάλεσεν η κυβέρνησις 10 ηλικίας. οι Γαργαλιάνοι εν μεγάλη συγκινήσει, ο κόσμος εν μεγάλη απογνώση, οι νέοι εν ενθουσιασμώ. Ο Αλέξης ήλθεν αργά το βράδυ δίχως νέας εφημερίδας"
Στις 30 Οκτωβρίου 1940
"Ειδήσεις μας έφερεν ο Αλέξης εκ Μαράθου ότι από χθες το εσπέρας τηλεγραφήματα ότι οι ΄Ελληνες προχωρούν υποδεχόμενοι εκ των Αλβανών ως αδελφοί και συνέλαβον 40 χιλ. Ιταλούς αιχμαλώτους"
1 Νοεμβρίου 1940
"Τα Ελληνικά στρατεύματα προχωρούν εις την Αλβανίαν, κατέφθασαν τρόφιμα εις τον Πειραίά 4 ατμόπλοια πλήρη τροφίμων. Σύλληψις Ιταλών αιχμαλώτων εις το μέτωπον, το ηθικόν του λαού τελείως ακμαίον, αισιόδοξον".
Το ημερολόγιο του παππού μου με βοήθησε να δω, να ξαναθυμηθώ, πως ζούσαμε πως νιώθαμε τότε τις μέρες που ο φόβος είχε μετουσιωθεί σε θάρρος και ελπίδα.
Το ημερολόγιο του παππού μου και της μητέρας μου διηγήσεις είχα για οδηγό όταν έγραφα στο " Χορό των Μυτστικών"
"Πρωί πρωί, την ξύπνησαν οι καμπάνες όλων των εκκλησιών που χτυπούσαν καλώντας τον κόσμο να βγει από τα σπίτια του. Σε λίγο ακολούθησαν και οι σειρήνες. Βγήκε σαν όλους στο δρόμο, να μάθει τι γίνεται. Το θέαμα που αντίκρισε την τρόμαξε. Έμοιαζε σαν όλος ο πληθυσμός της πόλης να ήταν σε κίνηση, όλοι έτρεχαν προς όλες τις κατευθύνσεις, γυναίκες, οι πιο πολλές με σαλβάρια και φερετζέδες, έτρεχαν προς την αγορά, άλλες φώναζαν στα παιδιά τους να μείνουν μέσα. Από κάποια παράθυρα ακούγονταν ραδιόφωνα να παίζουν πολεμικά εμβατήρια που μπερδεύονταν με τις καμπάνες των εκκλησιών και τις σειρήνες που δεν είχαν σταματήσει να ξεσκίζουν τον αέρα με τον τρομακτικό ήχο τους. Φωνές στα ελληνικά, φωνές στα τούρκικα, στο ίδιο μοτίβο " Πόλεμος! Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο".
Και στο "Της ζωής και της αγάπης"
"Από τα ξημερώματα σήμερα έχουμε πόλεμο με την Ιταλία. Από σήμερα, όλα στη ζωή μου άλλαξαν ριζικά. Η Ιστορία καθόρισε τη μοίρα μας και τα γεγονότα μας παρασύρουν στη δίνη τους. Η Ελλάδα δονείται από πατριωτισμό! ¨Ολοι με μιά ψυχή θα πολεμήσουμε τον εχθρό, τον ανόσιο, το μιαρό, που μόλυνε την ημέρα της Παναγίας με την άνανδρη πράξη του. Τώρα μπορούμε να φωνάξουμε αυτό που ξέραμε και δε λέγαμε φανερά. Η Ιταλία του Μουσολίνι ήταν αυτή που τορπίλισε ανήμερα της Παναγίας στην Τήνο και βύθισε το "Ελλη" σκορπίζοντας πένθος και δυστυχία. Γι αυτό και τώρτα δε θα τους αφήσουμε τους άνανδρους να πατήσουν τα χώματά μας."
Και στο "Υστερόγραφο Ζωής"
Ξαφνικά άρχισαν να χτυπάνε όλες οι καμπάνες των εκκλησιών. Ντίν, νταν, ντιν, όχι χαρούμενα, όπως στις γιορτές, μα με έναν ήχο αλλιώτικο, βαρύ,.σοβαρό. Μόνο της Καθολικής εκκλησίας η καμπάνα έμενε βουβή. Η γιαγιά Αλέγρα έτρεξε και άνοιξε το ραδιόφωνο, ο ήχος από εμβατήρια γέμισε το δωμάτιο. « ΄Αρχισε η Όπερα..» είπε η γιαγιά. Τα εμβατήρια στο ραδιόφωνο σταμάτησαν και ο εκφωνητής με την υποβλητική φωνή του διάβασε το διάγγελμα του Βασιλέως και του Πρωθυπουργού. « Νυν υπέρ πάντων αγών» Κοιταχτήκαμε με τη γιαγιά « Λοιπόν είναι πόλεμος..» είπαμε ταυτόχρονα, χωρίς να το ξέρουμε είχαμε πει τα ίδια λόγια που τα χαράματα είχε πει ο αγουροξυπνημένος πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς, στον Ιταλό πρέσβη που ήρθε να του επιδώσει το τελεσίγραφο. «Λοιπόν είναι πόλεμος». Η αναμονή τελείωσε, τα γεγονότα μας κατέλαβαν. Η ζωή μας έπαινε σε καινούργια τροχιά.
Ξεχυθήκαμε όλοι στους δρόμους, όλοι θέλαμε να μάθουμε κάτι
παραπάνω απ΄ό,τι μετέδιδε το ραδιόφωνο. Ο ένας ρωτούσε τον άλλο «τι μάθατε..».
ΟΙ πιο πολλοί έτρεχαν στο σταθμό, όπου επιταγμένα τρένα φορτωμένα στρατιώτες
και αξιωματικούς αναχωρούσαν για το μέτωπο. Μανάδες, γυναίκες και παιδιά τους
ξεπροβόδιζαν, ήξεραν πως ίσως δεν θα τους ξανάβλεπαν, κάποιοι δε θα γύριζαν..και
όμως όσο και αν φαίνεται απίστευτο οι φαντάροι έμοιαζαν σα να μη πήγαιναν σε
πόλεμο, σα να μην είχαν κάποιοι το σημάδι του θανάτου ή του πόνου, σφραγίδα στα
μέτωπά τους Θα έχεις ίσως ακούσει το
τραγούδι που έλεγε η αξέχαστη Βέμπο, το παίζουν στα ραδιόφωνα σε κάθε επέτειο
της 28ης Οκτωβρίου, «Με το χαμόγελο στα χείλη παν οι φαντάροι μας
μπροστά. » ΄Ετσι τους έβλεπα και εγώ
τους στρατιώτες, παιδιά του λαού, ως χθες χωριατόπαιδα από τα χτήματα,
εργάτες, ναύτες, φοιτητές, μορφωμένοι, όλοι με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την
ίδια αισιοδοξία, έδιναν θάρρος στις γυναίκες και εκείνες κρατούσαν οι
περισσότερες τα δάκρυα και τον πόνο, για να μη λυπήσουν τους αγαπημένους
τους. ΄Εβλεπα τα γυναίκες και πιο πολύ
λυπόμουνα τις μεγάλες, τις μανάδες, αυτές
δίνουν πάντα, από τότε που ο άνθρωπος εφεύρε τον πόλεμο, το βαρύτερο τίμημα στο Μολώχ, τα παιδιά τους.
ΟΙ νεώτερες θα βρουν κάποια στιγμή παρηγοριά, εκείνες όμως θα μείνουν κούτσουρα
ξερά, να περιμένουν το τέλος με άδεια την αγκαλιά. Ο χωρισμός μάνας και παιδιού
παρηγοριά δεν έχει, που λέει και το τραγούδι.."
Αυτές λοιπόν ήταν οι αναμνήσεις δικές μου και δανεισμένες που βρήκαν το δρόμο τους στα βιβλία μου. Οφείλω όμως να προσθέσω πως αφορμή για αυτή την ανάρτηση μου έδωσε μια ωραία βραδιά μνήμης του '40 που διοργάνωσαν την περασμένη Παρασκευή το βράδυ οι αδελφοί Καραβιώτη με μουσική και τραγούδια εκείνης της εποχής Θυμηθήκαμε, συγκινηθήκαμε, ξαναζήσαμε ωραίες στιγμές. Δεν είναι κακό να είσαι πατριώτης.