Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Διαβάζοντας....







  
Φέτος το καλοκαίρι διάβασα αρκετά βιβλία. Διαβάζω μάλλον γρήγορα και έτσι δεν έχω πρόβλημα  με τα μεγάλα, τα πολυσέλιδα βιβλία. Εκεί που έχω πραγματικό πρόβλημα είναι όταν το βιβλίο, μεγάλο ή μικρό, δε μου λέει τίποτε, ή το  χειρότερο το βρίσκω υπερτιμημένο και  διαισθάνομαι πως ο συγγραφέας δε σέβεται τον αναγνώστη. ΄Εχω όμως και το ελάττωμα, να μην αφήνω στη μέση ένα βιβλίο, όσο και αν δε μου αρέσει. Συνεχίζω να το διαβάζω ελπίζοντας, ως το τέλος, πως κάτι θα βρω ενδιαφέρον, κάτι θα έχει  να μου πει. Και μια και άρχισα να σας εξομολογούμαι τα ελαττώματά μου πρέπει να σας ομολογήσω ακόμη  ένα πως  δεν κάνω επιλογή ως προς το είδος των βιβλίων που διαβάζω. Διαβάζω ό,τι πέσει μπροστά μου, με δύο λόγια είμαι βιβλιοβουλιμική.

Έτσι λοιπόν φέτος το καλοκαίρι διάβασα τα πιο ετερόκλητα βιβλία, το  Κλασσικό «Parade΄s End»του  Ford Madox Ford, που κατά πολλούς θεωρείται από τα αριστουργήματα της Αγγλικής Λογοτεχνίας του 20ου  αιώνα. Πρόκειται για πολυσέλιδο και δύσκολο βιβλίο, ιδιαίτερα για κάποιον που δεν ξέρει καλά την ιστορία του αΑ' Παγκοσμίου Πολέμου, του πολέμου που άλλαξε τα γεωπολιτικά δεδομένα  του μέχρι τότε κόσμου και ανέτρεψε αξίες και εισήγαγε νέα ήθη. Μέσα από  μια  διεξοδική ανάλυση χαρακτήρων και καταστάσεων, με κορυφαία εκείνη της ψυχολογίας των ανθρώπων που πολεμούσαν μέσα από τα χαρακώματα έχοντας ταυτόχρονα την αίσθηση του καθήκοντος, αλλά και του μάταιου του αγώνα ενάντια στη ροή των γεγονότων, ο συγγραφέας συνθέτει μια άκρως ενδιαφέρουσα εικόνα  αυτού που έχουμε συνηθίσει να λέμε  English Gentleman και που εμείς οι περί τη Μεσόγειο δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τη ψυχοσύνθεσή του. 

Στη συνέχεια διάβασα κάτι ελαφρό και χωρίς αξιώσεις , που όμως φιγουράρει στις λίστες των ευπώλητων στην Αμερική,  το «Revolution» της  Jennifer Donnelly. Παραμύθι για μικρά παιδιά. Για να συνέλθω διάβασα στη συνέχεια ένα πολύ ωραίο μυθιστόρημα που μου σύστησε η Αρετή Κολλάτου, η επιμελήτριά μου, το «The History of Love»  της Νicole Krauss,  ένα βιβλίο   τρυφερό και ευαίσθητο. Η ζωή και τα παιχνίδια της μέσα από τα μάτια μιας έφηβης και ενός πολύπαθου γέρου. Το «Rosemary Tree», της Elizabeth Goudge ήταν και αυτό ανάμεσα στα βιβλία που διάβασα.. Ξεπερασμένο, άλλης εποχής, αλλά με ωραίες περιγραφές τόπων και ανθρώπων και τέλος το Yakoubian Building του Alaa Al Aswany, αξιόλογο και ενδιαφέρον ως προς την απεικόνιση της ζωής στη  σύγχρονη Αίγυπτο, χωρίς όμως μεγάλες λογοτεχνικές αξιώσεις.

 Όλα τα παραπάνω βιβλία τα διάβασα σε ηλεκτρονική μορφή μέσα από το kindle μου., Ξέρω πως πολλοί έχουν αντιρρήσεις και προτιμούν να διαβάσουν ένα έντυπο βιβλίο, να έχουν την αίσθηση της αφής και της μυρωδιάς, αν και σήμερα πια δεν υπάρχει, του χαρτιού. Όμως εγώ, λάτρις της τεχνολογίας,  βρίσκω πως  το ηλεκτρονικό βιβλίο μας δίνει τη δυνατότητα να έχουμε άμεση πρόσβαση    όπου και αν είμαστε, οποιαδήποτε ώρα και ημέρα, σε άπειρα βιβλία,  χωρίς να είμαστε υποχρεωμένοι να κουβαλάμε όπου πάμε τον όγκο και το βάρος του χαρτιού. Αφήνω που στην ηλεκτρονική μορφή  μπορείς να βρεις και να διαβάσεις όλη τη κλασσική γραμματεία και βιβλία που ίσως έχουν εξαντληθεί  και δεν κυκλοφορούν σε έντυπη μορφή.

Διάβασα όμως και έντυπα βιβλία, το υπέροχο «The discovery of Heaven» του Ολλανδού Harry Mullich. ΄Ενα ογκώδες  βιβλίο,  700  τόσες  πυκνογραμμένες σελίδες. Πρόκειται για ένα βιβλίο μεστό σε νοήματα, φιλοσοφικά, θεολογικά και μεταφυσικά. Ταυτόχρονα ο αναγνώστης γίνεται δέκτης πληροφοριών σχετικών με τη φυσική και την αστρονομία, αλλά και κάποιων πτυχών της σύγχρονης ιστορίας ενώ ο συγγραφέας, που παρά λίγο να πάρει το Νόμπελ λογοτεχνίας, κάνει μια σε βάθος ψυχολογική ανάλυση  χαρακτήρων. Με δύο λόγια ένα αξιόλογο βιβλίο που δεν μπορούσα να αφήσω από τα χέρια μου και λογαριάζω να ξαναδιαβάσω μόλις το τελειώσει η κόρη μου που το διαβάζει τώρα.

 Διάβασα και τον αντίποδά του. Την εξίσου ογκωδέστατη τριλογία 1Q84 του Μουρακάμι, που ομολογώ εκτός από την αρχή που πραγματικά ήταν ευρηματική, κατά τ΄άλλα  και τα τρία  βιβλία με άφησαν  αδιάφορη. Λυπάμαι που θα απογοητεύσω τους θαυμαστές του Ιάπωνα συγγραφέα, αλλά δεν   κατάλαβα τι ήθελε να πει ο ποιητής με τις χρυσαλλίδες του αέρα, τα ανθρωπάκια που έβγαιναν από το στόμα της νεκρής κατσίκας…και …και . ένα σωρό άλλα συμβολικά και μη παράδοξα. Ποιο ήταν το βαθύτερο νόημα του βιβλίου; Υπήρχε και εγώ δεν το κατάλαβα; Προς τι οι τόσες περιγραφές ενδυμασιών και φαγητών και ιδίως του τρόπου παρασκευής τους; Για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα λένε κάποιοι.. Λυπάμαι σε μένα δεν πέτυχε η συνταγή.  

΄Αφησα επίτηδες τελευταίο το «Γράμματα στην κόρη μου» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, εκδόσεις « Γαβριηλίδης». Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης είναι ΄Ελληνας συγγραφέας που ζει και αναδείχθηκε στη Σουηδία. Έχει γράψει πολλά και αξιόλογα βιβλία. Αναφέρω πρόχειρα αυτά που έχω αγαπήσει ιδιαίτερα, την «Τιμάνδρα», την «Ολγα της Αγάπης», τον « Αγιο Ηρακλή», τους «Φίλους και Εραστές» και το «Μητέρες και γιοί»..Φέτος το καλοκαίρι από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης», τον πιστό εκδότη του, κυκλοφόρησε το « Γράμματα στην κόρη μου». Αυτό το βιβλίο, για το οποίο υποψιάζομαι ότι είχε αφήσει μια νύξη στο «Φίλοι και Εραστές», θεωρώ πως είναι ίσως και το καλύτερο του. Δεν πρόκειται για μυθιστόρημα, αν και έχει όλα τα στοιχεία ενός μυθιστορήματος, πολύ δε περισσότερο  δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, με την κλασσική, αν υπάρχει, έννοια του όρου. Μην περιμένετε να διαβάσετε περιγραφές της Ρώμης και της ζωής τότε, την εποχή του Αυγούστου, ούτε της ζωής στους Τόμους, μιας πόλης στη Μαύρη Θάλασσα, που  έστειλε τον ποιητή, χωρίς εξήγηση ο Αύγουστος, ίσως γιατί τον είχαν ενοχλήσει η ελευθεριότητα των ερωτικών ποιημάτων του. Το βιβλίο, όπως και τα προηγούμενα του συγγραφέα,  είναι  κατάθεση ψυχής, του ποιητή, του συγγραφέα; Στην ουσία πρόκειται γιι ένα  δοκίμιο, δοσμένο με τον λιτό και άμεσο τρόπο γραφής του Καλλιφατίδη. Πίσω από το προσωπείο του Οβίδιου διακρίνεται ξεκάθαρα ο ίδιος ο συγγραφέας. οι σκέψεις και οι προβληματισμοί του, η αγωνία και η δυσκολία προσαρμογής σε ένα ξένο τόπο που οι άνθρωποι δε μιλούν τη γλώσσα σου και δε γνωρίζεις κανένα. Οι έννοιες της «ελευθερίας»,  της «εξουσίας» και των ορίων της, της «πατρίδας» και της «εξορίας», του «έρωτα» και του «νόστου» και τέλος του «θανάτου» έρχονται και ξαναέρχονται στις σκέψεις που κάνει στα γράμματα στην κόρη του ο Οβίδιος/Καλλιφατίδης, από τον τόπο της εξορίας  του.
«Στη Σύγκλητο και στο Φόρουμ Ρομάνουμ φιλονικούσαμε από το πρωί ως το βράδυ και θεωρούσαμε ότι  ήμαστε ελεύθεροι. Αλλά μας έλειπε η θέα. Δε βλέπαμε την ελευθερία, απλώς ακούγαμε να μιλούν γι΄αυτήν. Να είσαι ελεύθερος σε σχέση με τους άλλους σημαίνει ότι κάποιοι καταδυναστεύονται. Μα ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος δεν είναι δυνάστης.
Εκεί στα βραχάκια πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα ήμουν αληθινά ελεύθερος. Ο Καίσαρας μου είχε στερήσει τη χώρα μου και τους  δικούς μου και δίχως να το θέλει με είχε αναγκάσει να αρχίσω ξανά από την αρχή.»
Τελειώνοντας τα βιβλίο είχα μια πικρόγλυκη αίσθηση, της ματαιότητας των ανθρωπίνων πραγμάτων και των μεταμορφώσεων που υφιστάμεθα στο πέρασμα της ζωής μας. Non sum ego qui fuerram. Λέει ο ποιητής, «Δεν είμαι αυτός που ήμουν». Αμφίσημη ρήση,  νοσταλγεί ο Οβίδιος αυτό που κάποτε ήταν και δεν είναι πια, ή είναι, έγινε κάτι καλύτερο από ήταν πριν; Εσείς, οι αναγνώστες του βιβλίου και, γιατί όχι όσοι θέλετε και μπορείτε του ίδιου του ποιητή, θα κρίνετε..