Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΒΡΑΔΥΑ

Την Τρίτη που μας πέρασε, στις 29 Απριλίου, η Γραμματεία Πολιτισμού της ΟΤΟΕ μου έκανε την τιμή να εντάξει το βιβλίο μου "ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΖΩΗΣ"  στα πλαίσια των εκδηλώσεών της " Ένα απόγευμα, ένα βιβλίο και ο συγγραφέας του". Xάρη στην εκδήλωση αυτή είχα τη χαρά, αλλά και γιατί όχι να το κρύψω,  να βρεθώ ξανά ανάμεσα σε παλιούς και αγαπημένους φίλους και συνεργάτες που με είχαν γνωρίσει με την παλιά ιδιότητά μου της δικηγόρου της Εθνικής Τραπέζης. Δε σας το κρύβω πως συγκινήθηκα... Γιαυτό και θέλω για άλλη μια φορά από αυτό  blog να ευχαριστήσω θερμά την ΟΤΟΕ και ιδιαίτερα τον κ. Σκαρτσολιά που με τίμησαν αλλά και να τους συγχαρώ για την  άριστη διοργάνωση της εκδήλωσης. Ξεχωριστά επίσης θέλω να ευχαριστήσω τον εκδότη μου κ. Θάνο Ψυχογιό που. παρά το φορτωμένο πρόγραμμά του,  ήρθε άλλη μια φορά κοντά μας.

Για το βιβλίο μου μίλησαν οι συγγραφείς Φραντζέσκα Κολυβά και  Νοέλ Μπάξερ. Η τελευταία με ανέκρινε ανελέητα κάνοντάς μου μια σειρά από ερωτήματα  πάνω στο βιβλίο και την υπόθεσή του που κάποιες φορές ομολογώ με έφεραν σε δύσκολη θέση. . Αποσπάσματα ζωντάνεψαν με ευαισθησία οι ηθοποιοί Ειρήνη Χατζηκωσταντή και Αυγουστίνος Ρεμούνδος. Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλω επίσης και στον κ.Μπακούλα  που  πλαισίωσε αριστοτεχνικά με εικόνες και  μουσική  την εκδήλωση. Τους ευχαριστώ όλους από μέσα από την καρδιά μου.

Σήμερα θα σας παραθέσω αυτούσιο το κείμενο της ομιλίας της Φραντζέσκας Κολυβά για να χαρείτε μαζί μου την μεστότητα και πληρότητα του λόγου της και να εκτιμήσετε τον εξαίρετο τρόπο που ανέταμε με αγάπη και σε βάθος το βιβλίο και τους ήρωες του.


Ήθελα να ξεκινήσω από το χρόνο της ιστορίας που μας αφηγείται η Ραχήλ, η κεντρική ηρωίδα, από τα χρόνια του πολέμου.
Ένας γερμανός φιλόσοφος, ο Τεοντόρ Αντόρνο αναφέρει ότι «το να γράφεις ποίηση μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα» τονίζοντας προφανώς ότι τα τρένα για το Άουσβιτς άφηναν πίσω τους  αντί για καπνό το χνώτο του θανάτου, ή αν πράγματι ήταν καπνός , ήταν ο καπνός  της θυσίας. Ίσως άλλωστε να εννοούσε πως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο λέξεις όπως Εβραίος, Άουσβιτς, κρεματόρια και στρατόπεδα συγκέντρωσης γράφονται με σύρμα αγκαθωτό . Τα ξέρουμε όλα αυτά. Κι από παιδιά μας ανατριχιάζουν.
Βέβαια αργότερα απέσυρε αυτή τη δήλωση λέγοντας πως ο πολυετής πόνος έχει το δικαίωμα της έκφρασης όσο και ο βασανισμένος το δικαίωμα να φωνάζει.
Η Τσαμαδού όμως δε γράφει για να οξύνει τη μνήμη αυτή του ολοκαυτώματος.  Άλλωστε η πρώτη αναφορά για το ολοκαύτωμα μοιάζει με πέρασμα ίσκιου μέσα στον τοίχο. Αργότερα βέβαια ο ίσκιος θα έρθει πιο κοντά και θα πει το όνομά του. Κι αυτό το έχουμε ξανακούσει. Είναι τότε που γίνανε οι άνθρωποι όγκος  και αριθμοί και οι ριγωτές σκιές τους ντροπή και καταδίκη για την ανθρωπότητα. Το έγκλημα εκείνου του πολέμου ήταν συλλογικό , μαχαίρωσε τον πολύτιμο πολιτισμό μας και δεν ξεπλύθηκε.
Η ιστορία όμως που μας διηγείται η Τσαμαδού δεν είναι μια καταθλιπτική ιστορία . Αγγίζει με σύνεση, σεβασμό και μαεστρία το θανατηφόρο σύρμα των στρατοπέδων της εξόντωσης. Θυμάται και θυμίζει με τον τρόπο που  καίει ένα κερί εις  μνήμην.
Δεν είναι εύκολο να αιματώνεις τους ήρωές σου στην ταραγμένη εποχή του πολέμου, τότε που οι συνθήκες σκληραίνουν κι οι συνειδήσεις αμβλύνονται. Γι αυτό και είναι  συναρπαστικό που η Ραχήλ έζησε τότε,  μέσα στον παλμό των γεγονότων , πρώτα με τους τραυματίες  του σαράντα στο νοσοκομείο Χιρς της Θες/κης και τα Γιάννενα, ύστερα θύμα της ναζιστικής θηριωδίας .
Αυτά από μόνα τους δεν κάνουν μια ζωή;
Κι όμως υπάρχει και η απλή εμπειρία της ζωής, αυτή η ζυμωμένη με τις καθημερινότητα που ζει ο καθένας μας στην εποχή του. Η Ραχήλ κατάγεται από μια εύπορη παραδοσιακή εβραική οικογένεια. Ζει σε έπαυλη με δεκατέσσερις κρεβατοκάμαρες μαζί με μ’ ένα στρατό ολόκληρο από συγγενείς. Είναι μεγάλη οικογένεια και μικρή κοινωνία. Ανατρέφεται με τις εβραικές αρχές της παραδοσιακής  οικογένειας , αρχές δοκιμασμένες πως εγγυημένα οδηγούν στην ευτυχία. Σε όλη την παιδική ηλικία της η εβραική θρησκεία και παράδοση προβάλλει με την πανάρχαιή της δύναμη σαν ταυτότητα παράλληλη με την εθνική. Είναι το μυστήριο του περιούσιου λαού, ο λόγος που επιβίωσε μέσα από τους αιώνιους διωγμούς του. Οι δεσμεύσεις της πίστης θα συνοδεύουν την έφηβη Ραχήλ στο λαμπερό ορίζοντα της Ελβετίας, στο κέντρο της Ευρώπης , εκεί που αρχίζει η αληθινή ζωή κι η περιπέτειά της. Παράλληλα τη γαλουχούν οι μεγαλοαστικές αξίες της τάξης της. Με αυτές αύριο θα σταθεί σα σύζυγος επάξια στο πλευρό του όποιου πλούσιου και σπουδαίου άντρα της.
Ο κόσμος της είναι η μπελ επόκ  της Θεσσαλονίκης, μιας κοσμοπολίτισσας  με τους ορίζοντές της ανοιχτούς στα έθνη, στις θρησκείες , στο μελίσσι της αγοράς και του λιμανιού της.
(Δείτε πόσο άρρηκτα συνδέεται η πόλη με τον πληθυσμό της, το ισχυρό εβραικό στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας του πλάνητα.  Σχετικά με τη σύνδεση αυτή ο Τσώρτσιλ είχε εκφραστεί πολλές φορές μιλώντας  για τις δυο αρχαίες φυλές, των Ελλήνων και των Εβραίων, που τα θρησκευτικά, φιλοσοφικά και καλλιτεχνικά τους μηνύματα υπήρξαν φωτεινοί φάροι για τη σύγχρονη πίστη και τον πολιτισμό. Είχε πει  ειδικότερα πως και οι δυο φυλές  από τις απαρχές της ανθρώπινης σκέψης δίνουν σκληρούς αγώνες και διαρκείς για την επιβίωσή τους) .
Εν πάση περιπτώσει εκείνη η ανέμελη πρώτη νιότη της ηρωίδας είναι ένας κήπος από χρώματα κι αρώματα ,η ελαφράδα και  η χαρά του αφρού της σαμπάνιας, όπως λέει η συγγραφέας, και σέρνει την κουρτίνα να μας δείξει με την παραστατική δεινότητα της πένας της : να μας δείξει το δροσερό κολλέγιο για τις μικρές κυρίες , τα κοριτσίστικα όνειρα (τα μυστικά των φιλενάδων νομίζεις πως τα ψιθυρίζουν στο αυτί ζαχαρούλες). Φοράμε τα μεταξωτά και χορεύουμε κι εμείς στις χοροεσπερίδες, πλάθουμε με τη φαντασία μας  αγγέλους και πρίγκιπες,  φουντώνουμε έρωτες και χτυποκάρδια, πετάμε από ευτυχία και  ντύνουμε νύφες κατάλευκες , γεμίζουμε με μωρά τις αγκαλιές.
Πώς τώρα αδειάζουνε οι αγκαλιές και γίνονται τα λουλούδια πέτρα;  Πώς ξεφουσκώνει το  μπαλόνι και γίνεται ένα κουρέλι στον ουρανό; Φταίει ο πόλεμος;
Σίγουρα κατά το μεγαλύτερο μέρος. Είναι όμως και τα κατάλευκα φτερά που άνοιξε η Ραχήλ για να πετάξει και της τσακίστηκαν. Γιατί η Ραχήλ  έχει το σπόνδυλο της ανθρωπιάς και της τρυφερότητας . Και δε θα χάνει ευκαιρία να το δείχνει. Πρώτα στην ελάχιστη κλίμακα του αδύναμου ανιψιού της, που σώζει κυριολεκτικά από τα νύχια της  νταντάς του. Το παιδάκι βασανίζεται στο όνομα του επιδιωκόμενου στόχου από την όχι τυχαία Γερμανίδα  νταντά του κι η όλη  κατάσταση λειτουργεί σαν προανάκρουσμα του κοινωνικού δαρβινισμού που κυοφορείται και θα κατακλύσει την Ευρώπη. Ύστερα στη βαρύτιμη κλίμακα της  αριστοκρατικής  Ελβετίας, της Ελβετίας  του έρωτα και της  προδοσίας . Μετά η Ραχήλ θα πρέπει να μαζέψει τα κομμάτια της  και να αφήσει τους ανέμους του πολέμου να τα φυσήξουν στο μέτωπο του κινδύνου στήνοντάς  την  νοσοκόμα, ντύνοντάς την σε άλλα λευκά , καθόλου ατσαλάκωτα, καθόλου άσπιλα, όπως τονίζει η συγγραφεύς, κι όπως ίσως θα ήταν τα λευκά ενός απώτερου  αντιπερισπασμού.   Όπως και να’ναι μέσα στη Ραχήλ ορθώνεται η δυναμική νοσοκόμα του σαράντα και η γυναίκα που επιβιώνει μετά. Όταν θα συγκρουστεί με τις παραδοσιακές αρχές, θα διασώσει όσες μπορεί, όσες συνάδουν στο συνειδητοποιημένο  άνθρωπο που αρχίζει να γίνεται.
Αλλά ας δούμε από πιο κοντά την Ραχήλ. Είναι ένα πλάσμα καμωμένο από αγάπη και η αγάπη δεν είναι ένστικτο, είναι επιλογή. Η Ραχήλ είναι  η απάντηση στην αδικία, την αναλγησία ,  το μίσος που δηλώνει η αγριότητα κάθε πολέμου, πολύ  περισσότερο αυτού του 40-45 που θα είναι πάντα ντροπή για την ανθρωπότητα. Το αμάρτημα εκείνου του πολέμου ακόμα ολότελα δεν το εξομολογήθηκε ο πολιτισμός μας. Εκείνο το αμάρτημα ξεπέρασε τους πολεμιστές , ακόμα και το μέγα παράλογο του πολέμου κι έγινε υπαρξιακό, θεολογικό και οντολογικό .
Όμως  το Υστερόγραφο ζωής είναι ευλύγιστο, κινείται σε πολλά επίπεδα, εναλλάσσει εύστοχα τους τόνους. Δεν είναι λοιπόν μόνο καταγγελία. Είναι μια δραματουργία που περισσότερο βλέπεται παρά διαβάζεται. Βλέπεται σαν τοιχογραφία μιας μακρινής  και ταραγμένης εποχής . Όμως το μακρινό μας πλησιάζει, φτάνει στις μέρες μας  με την αναλογία των καιρών στα πάθη των ανθρώπων. Πάντα η ζωή θα μας ανοίγει δρόμους, πάντα την επιλογή θα την κάνουμε μόνοι μας. Ακόμη και το αντάρτικο των Εβραίων, περιορισμένο είναι αλήθεια, πάντως ήταν μια επιλογή . Ωστόσο και πέρα από τις συνθήκες του πολέμου κόμποι  θα υπάρχουν πάντα, κόμποι που εμποδίζουν την κυκλοφορία της ζωής. Και πάντα δε θα είναι εύκολη η παράκαμψη.
Μέσα λοιπόν από την αναλογία των καιρών φτάνουμε στο Γιάννη, τον έτερο ήρωα του Υστερόγραφου, ένα σύγχρονο νέο μεγαλωμένο χωρίς  μητέρα. Μοιάζει να μην έχει ρίζες, να μην αισθάνεται πως ανήκει κάπου, λέει η συγγραφέας,  ούτε Έλληνας, ούτε Εβραίος. Καλά καλά ούτε Αμερικανός. Το λέει αυτό γιατί μεγάλωσε στην Αμερική, με τη μια ρίζα ελληνική και την άλλη από την πλευρά της μητέρας του εβραική . Αυτή η Εβραία μάνα, η Ραχήλ,  είναι που τον εγκατέλειψε. Έτσι τουλάχιστον ξέρει ο Γιάννης ή Γιοχανάν μου (που τον λέει τόσο τρυφερά η Ραχήλ)  και δε συγχωρεί. Μεγάλο όμως το βάρος στην ψυχή του παιδιού που  δε μπορεί να συγχωρήσει τη μητέρα.  Σε αυτόν τον  πανίσχυρο και αχειροποίητο δεσμό μεταξύ μάνας και παιδιού είναι λες κι επιτίθεται κανείς στον εαυτό του. Ο σύνδεσμος είναι σχεδόν ιερός. Με αυτό το βάρος μεγαλώνει ο Γιάννης και με αυτό συναναστρέφεται τον Εβραίο Ντέιβιντ, συμφοιτητή του  στο πανεπιστήμιο. Τα δυο αγόρια θα γίνουν φίλοι και  ο Γιάννης θα του αποκαλύψει την εβραική του ρίζα, παρόλο που γενικά αποφεύγει  ο,τιδήποτε έχει σχέση με το τραύμα που λέγεται μητέρα. Δε θα το κάνει από εμπιστοσύνη . Νομίζω πως στην αρχή φιλίας που χτίζει μια γέφυρα, ο Γιάννης ανεπίγνωστα απλώνει και χέρι συμφιλίωσης στους δαίμονές του. Βρίσκεται στην παντοδύναμη φοιτητική ηλικία που όλα τα μπορεί. Και ορμάει. Και εκτίθεται.
Ο άλλος πόλος της ζωής του είναι ο έρωτας. Μια Ρόζα πανσιονάρια με ριζοσπαστικές ιδέες, το  ακαταμάχητο μαχητικό κορίτσι, πεδίο δράσης συναρπαστικής για κάθε αρσενικό που εμπιστεύεται τον ανδρισμό  του. Αλλά μια σαϊτιά, μια ζήλεια από αυτές του δυνάστη έρωτα θα τον φέρει αντιμέτωπο και πάλι με το παλιό τραύμα. Τώρα πιο βαθιά, πιο σκοτεινά. Μέσα από την τρυφερή έννοια ενός παιδιού, του δικού του παιδιού, που δε θέλει και δε μπορεί να θέλει αφού όλη αυτή η ευαισθησία πονάει τον ίδιο στο κομβικό σημείο του παιδιού που έχει μέσα του ανικανοποίητο και ανεκπλήρωτο  ακόμη.
Οι δαίμονες που τον στοιχειώνουν θα επιβάλλουν ατεκνία και στο γάμο του πάλι υπόγεια, πίσω από τη συναίνεση και τη φτωχή επικοινωνία με τη γυναίκα του, την Μαρίνα.
Έτσι η αφήγηση στο χειρόγραφο της Ραχήλ, θα έρθει σαν το κλειδί της γνώσης να ελευθερώσει και τους δυο. Υπάρχει εκεί κάτι που καίει, το αγκάθι κάποιου μυστικού , του ίσκιου που λέγαμε στην αρχή και που σοφά μας αποκαλύπτεται στο τέλος. Και θα είναι αυτή η τελευταία προσφορά της μάνας στο παιδί της, το υστερόγραφό που έγραψε με τα ιδεογράμματα της δικιάς της ζωής.
Λένε πως επειδή ό,τι ήταν να ειπωθεί ειπώθηκε, πως δεν υπάρχει πλέον κάτι που να αξίζει να λεχθεί, αυτό που έχει σημασία και κάνει τη διαφορά δυο γενιές μετά,  είναι όχι το τι λέγεται αλλά το πώς λέγεται. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η τέχνη της συγγραφέως.
            Σε αυτή λοιπόν την αφήγηση προβάλλει παραστατικά μια πραγματικότητα  σε ρεαλιστική απεικόνιση . Αναφέρομαι στα πραγματικά συναισθήματα που βιώνουν χαρακτήρες που θα μπορούσαν να είναι αληθινοί. Ίσως και να είναι χωρίς  να το ξέρουμε.
Στον καμβά  της αφήγησης προβάλλει ακόμα  πολύκλαδο και θαλερό το γενεαλογικό δέντρο της εβραικής οικογένειας . Όχι σαν ενημέρωση ή δικαιολογία για κάτι αλλά σα μελέτη με σχήματα, σχήματα ανάλογα εκείνων του Βίβλου, (Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ, Ισαάκ εγένησε Ιακώβ) σχήματα στη σεβαστή μνήμη των προγόνων. Μέσα από αυτά παρακολουθούμε την παράσταση της  ζωής  τους, σάμπως αυτοί οι δορυφορικοί χαρακτήρες  να ήταν αληθινοί. Με τις αδυναμίες και τις μικρότητές τους ο καθένας, τις εμμονές του χαρακτήρα τους. Δεν αναφέρομαι σε σχετικά πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, όπως για παράδειγμα στη γυναίκα του αδερφού της Ραχήλ, ένα χαρακτήρα  που στο κάτω κάτω έχει να παίξει ρόλο στην υπόθεση, αλλά αίφνης στο βουβό πρόσωπο Σαρρίνα, την πεθαμένη μητέρα του αδερφού της Ραχήλ. Ακόμα κι αυτή μοιάζει σαν κάποτε  να υπήρξε περικυκλωμένη από τους αφρούς της δαντέλας της. Ή τον Τάση  εκείνη την πρωτοχρονιά  του 41 όπου οσμιζόμαστε την παράξενη κατάσταση, κάτι ανάμεσα σε μέταλλο και πληγή, φιλί κι απελπισία, σφαγή και τρυφερότητα.
Συνεχίζω με την οικογένεια από το Μιντιλόγλι  και  τις απλωτές της δικιάς της ζωής. Τον Χάρη, έναν έρωτα στα δεκατέσσερα, και τις τρεις μικρές φιλενάδες .
Και κάπως έτσι το βοτσαλάκι της Τσαμαδού βουτάει στη λίμνη και γράφει κύκλους , κύκλους ζωής που τους απλώνει όλο και πιο μακριά. Κι ο κύκλος ανοίγει, ανοίγει κι απλώνει. Στις παρυφές της  περιφέρειας θα βρούμε την κυρία Φωτούλα και τον κύριο Τιμολέοντα, Θερναντιέρ εγχωρίων Αθλίων, καθώς και τη μικρή Αναστασία με την κοκάλινη κούκλα της και το πλεχτό φουστανάκι. Θα βρούμε δικές μας αναμνήσεις κι αγωνίες. Θα βρούμε τον Μίμη, το σύζυγο της Ραχήλ, το σύζυγο ενός γάμου που δεν έβγαλε ρίζες , όπως λέει η ίδια η συγγραφεύς. Είναι ο γάμος  μιας πλαστής επιλογής , επιλογής ωστόσο πάντα,  μια ένωση με απόντα τον έρωτα. Κι η περιφέρεια θα ανοίξει, θα ταξιδέψει πιο μακριά, ως τα Κιμπούτς του Ισραήλ, εκεί που θα συναντήσουμε τον Μίμη ή Νισήμ ύστερα από την τελική δική του επιλογή. Κι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τη σύγχρονη γη της επαγγελίας  ανοίγει ένας άλλος δρόμος , δρόμος που έχει Κράτος και Εξουσία η Αγάπη.
Ποτέ δεν είναι αργά για αγάπη, μοιάζει να μας λέει η συγγραφέας . Ίσως όμως για κάποιους να είναι αργά στην ψυχή.
Όλες αυτές οι ανθρώπινες ιστορίες συγκροτούν ασφαλώς μια  ηθογραφία εποχής, ηθογραφία με έκδηλο σεβασμό στην παράδοση και τα στοιχεία ανατροφής εκείνων των καιρών, τότε που έννοιες είτε θρησκευτικές όπως η διαθήκη, η αμαρτία, είτε απλά υποσχετικές όπως  το δώρο ή το αντίδωρο άξιζαν για την ουσία τους και τη βάσανο της ανατροπής τους. Πράγματι η Ραχήλ θα αξιωθεί το δώρο, και ευγνωμονούσα  θα προσφέρει  το αντίδωρο.  Θα πάρει, θα της πάρουν, ποια αγάπη κάνει στο τέλος ταμείο, να πει αν άξιζε, ποιος ποτέ βρήκε μπαλάντζο στην πλάστιγγα των αξιών , ποιος είναι υπεράνω στα διλήμματα και τις υπαρξιακές συγκρούσεις; Δε μου επιτρέπεται να αποκαλύψω τις ανατροπές στο βάθος της διήγησης , μπορώ όμως να πω ότι δεν είναι ανατροπές  για τις ανατροπές,  αλλά ευγένεια που φοριέται και το μέσα έξω, ανάποδα, όπως ακριβώς μια θυσία. Γιατί η Ραχήλ θα αξιωθεί . Και η αγάπη θα πέσει στα πόδια της και η ευτυχία.
Πόσο ταιριάζει εδώ ο στίχος του Ελύτη: Προδόθηκα κι απόμεινα στον κάμπο μόνος, πάρθηκα και πατήθηκα σαν κάστρο μόνος/ το μήνυμα που σήκωνα τα’ άντεξα μόνος.
Έτσι μέσα απ’ αυτές τις ανθρώπινες  ιστορίες αναδύονται υπαρξιακοί προβληματισμοί  του είδους αίφνης, των συμπτώσεων εξαιτίας των οποίων  υπάρχουμε. Επειδή δυο διαφορετικοί χρόνοι μπορεί να γίνουν ταυτόχρονοι. Σαν το χειρόγραφο της Ραχήλ και τους αναγνώστες του.
Πρωταγωνιστής στο Υστερόγραφο ζωής είναι όλοι και κανείς. Είναι η ίδια η ζωή εκείνων των καιρών, η περιπέτειά της, που συνεχίζει να κυλά ασταμάτητα. Αιτία κι αφορμή για τη συγγραφέα να θέσει πολύ διακριτικά μια συλλογιστική  στην ιστορία της, λεπτούς προβληματισμούς που κρέμονται σα λέξεις μισοτελειωμένες στην αφήγηση, όπως:
«κάθε άνθρωπος έχει πράγματι πολλές όψεις . Αυτή που βλέπει ο ένας δεν είναι απαραίτητα ίδια μ’ αυτή που βλέπει ο άλλος».
 Ή «φαίνεται πως έτσι είμαστε φτιαγμένοι οι άνθρωποι. Να πληγώνουμε όσους μας αγαπούν και να πληγωνόμαστε από αυτούς που αγαπούμε». 321. Κι αλλού. « σκέφτομαι κάποιες φορές  πως υπάρχουν άνθρωποι που στη ζωή τους  δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να φεύγουν. Όλοι όσοι το κάνουμε, ανεξάρτητα από τους λόγους που προβάλλουμε, στο βάθος φεύγουμε γιατί δε μπορούμε να συναντήσουμε το μεγάλο αντίπαλο, τον ίδιο μας στον εαυτό.»
«Όταν βλέπεις τόσο θάνατο γύρω σου, θέλεις να βεβαιωθείς πως είσαι ζωντανός. Και ποια μεγαλύτερη απόδειξη της ζωής από τη σεξουαλική πράξη; Ζωή ίσον έρωτας. Απουσία έρωτα ίσον θάνατος»
 Και 235.»Περίεργη που είναι η ζωή! Πόσες φορές τυχαίνει να συναντήσουμε κάποιον και ενώ νομίζουμε πως η γνωριμία μας αυτή είναι κάτι ασήμαντο που δε θα έχει συνέχεια ή επίδραση στη ζωή μας, ανακαλύπτουμε στο μέλλον πως κάτι, κάποιο στοιχείο της ζωής του ανθρώπου αυτού έχει τελικά μια τέτοια επιρροή στη ζωή μας, που αν δεν υπήρχε ίσως η εξέλιξη των πραγμάτων να ήταν διαφορετική.
 232. ο πόλεμος κι όχι ένας άλλος έρωτας με θεράπευε. Σε μεγάλες στιγμές όταν οι άνθρωποι καλούνται να υπερβούν τους εαυτούς τους ξεχνιούνται οι μικρές ή οι μεγάλες έγνοιες που άλλοτε τους βασάνιζαν.
Και μια εικόνα άνοιξης και περισυλλογής 264 <»Η άνοιξη εκείνη του 41 έχει χαραχτεί στη μνήμη μου σαν η πιο αντιφατική εποχή εκείνου του χρόνου. Η φύση γύρω μας αδιάφορη για τον πόλεμο ξαναγεννιόταν. Η Περσεφόνη πιστή στην υπόσχεσή της ξαναγύριζε στη γη και στη μητέρα της. Κι εκείνη πετώντας τα πέπλα του πένθους θύμιζε στους ανθρώπους ότι τίποτα δεν πεθαίνει στ’ αλήθεια. .
Ωστόσο θεωρώ  ισχυρό ατού της αφήγησης  το εύρημα του παράλληλου χρόνου. Το χειρόγραφο της Ραχήλ αναφέρεται σε ιστορικό χρόνο ενώ η παράλληλη ιστορία  του Γιάννη και της Μαρίνας συμβαίνει τώρα, λίγα χρόνια  πριν. Κι όμως μοιάζει σα να γίνεται η μνήμη της Ραχήλ παρόν κι οι άλλοι να  παίρνουν τη φωνή της . Η εκπλήρωση που εμποδίστηκε τότε θα έρθει τώρα. Η γλώσσα θα λυθεί μόνη της καθώς οι άνθρωποι ζεσταίνονται και πλησιάζουν ο ένας τον άλλο.   Τα κρυμμένα θα βγουν για να τα μοιραστούν και να τους ελευθερώσουν.
Να διαβάσετε αυτό το βιβλίο που έτσι κι αλλιώς διαβάζεται απνευστί. Είναι ανθρώπινο, αισθαντικό και έχει τον τρόπο του να αληθεύει.